Είναι η τρίτη παράσταση του αριστουργήματος του Ιάκωβου Καμπανέλλη που με απασχολεί σ’ αυτές τις στήλες. Η πρώτη είχε σκηνοθετηθεί από τον ίδιο τον φίλο συγγραφέα και νομίζω πως άφησε το αισθητικό της στίγμα σ’ όσες ακολούθησαν.
Πρέπει πρωτίστως να δικαιολογήσω τον όρο αριστούργημα που προηγήθηκε σ’ αυτή την τρίτη προσέγγισή μου ως κριτικού στο έργο. Δεν υπάρχει πλέον ακόμη και για την αυστηρή πανεπιστημιακή αποτίμηση αυτού του έργου (θεωρώντας πως η επιστημονική πανεπιστημιακή κριτική αποτίμηση εκτός της απόστασης που οφείλει να κρατά από την επικαιρότητα, απευθύνεται στο μέλλον και αναλαμβάνει την ευθύνη να κωδικοποιεί, να ταξινομεί και να αξιοποιεί το κατά πόσο ένα έργο πολιτισμού εντάσσεται στις αξίες που το έθνος στηρίζει την αυτογνωσία του).
Ο Καμπανέλλης με την εγκαυστική πάνω στο σώμα του, στην ψυχή του και στο πνεύμα του εμπειρία από τη χιτλερική θηριωδία, έγινε με το έργο του ένας από τους κρίκους που αποτελούν την πολιτιστική πνευματική άλυσο της ελληνικής συνέχειας ήθους και διάνοιας. Από τον Ερωτόκριτο και την Ερωφίλη, στον Ροΐδη, τον Βιζυηνό, του Παπαδιαμάντη αλλά και τον Μακρυγιάννη και στη συνέχεια τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Ξενόπουλο, τον Παντελή Χορν έως τους έξοχους μονολόγους του Ρίτσου.
Ο Καμπανέλλης αντιπροσωπεύει αυθεντικά αυτό που έλεγε ο Σεφέρης πως «σ’ αυτόν τον τόπο όλοι μας είμαστε τραγικά αυτοδίδακτοι»! Αυτό σε μια δεύτερη ανάγνωση δεν είναι αρνητικό. Διότι άλλοι συγγραφείς και δημιουργοί που στον υπόλοιπο κόσμο βρήκαν ιδέες, μορφές, δομές, τρόπους, τεχνοτροπίες από τους προγενέστερους, άντλησαν μοτίβα και υλικά δοκιμασμένα και αναγνωρίσιμα από τους αποδέκτες των έργων τους.
Ο έλληνας αυτοδημιούργητος δημιουργός χωρίς σωσίβιο, χωρίς σχεδία όφειλε να φτάσει στην ακτή ως ναυαγός αβοήθητος εμπιστευόμενος μόνο την αντοχή του και την προσωπική του πείρα.
Οταν η Ευρώπη είχε πίσω της ιστορία θεάτρου τον Μένανδρο, τους Λατίνους, τους θρησκευτικούς ποιητές του Μεσαίωνα, τη λόγια κωμωδία, την κομέντια ντελ’ άρτε αυτονόητα θα γεννήσει και τον Σαίξπηρ και τον Μπεν Τζόνσον και τον Μακιαβέλι και τον Λόπε ντε Βέγκα και τον Ρακίνα, τον Μολιέρο, τον Γκόγκολ. Οι νέοι δημιουργοί έχουν κάπου ν’ ακουμπήσουν, να σχολιάσουν, ακόμη και να κριτικάρουν, να αρνηθούν. Ο υπέροχος διάλογος των εποχών, των ιδεών, των μορφών, των ηθών και των κοινωνικών χαρακτήρων. Οταν έχεις πίσω σου τους «χαρακτήρες» του Θεόφραστου, τους «χαρακτήρες» του Μποναλό έχεις τη μαγιά να γεννήσεις τον «Ταρτούφο». Πίσω από τους «Βρικόλακες» του Ιψεν ορθώνεται το πρότυπο του «Οιδίποδα τυράννου». Πίσω από τον Πιραντέλο υπάρχει ο Γκολντόνι και πίσω από τον Μπέκετ ο Τζόις και οι υπαρξιστές.
Ο Καμπανέλλης γυρίζοντας από το Μαουτχάουζεν, με μόνο εγκυκλίου παιδείας εφόδιο τη Σιβιτανίδειο ως σχεδιαστής, γράφει με το αίμα που ρέει από τις πληγές του. Ζώντας σε μια λαϊκή πολυκατοικία στο Ζωγράφου συνυπάρχει με τις παράγκες των προσφύγων και τους λούμπεν προλετάριους, τους φακελωμένους του Εμφυλίου, τους χαφιέδες, τους δωσίλογους και τους μαυραγορίτες που κυκλοφορούν ανάμεσα στους ξεριζωμένους επαρχιώτες (το Ζωγράφου και ο Βύρωνας έχουν κυρίως κατοικηθεί από ρουμελιώτες εσωτερικούς μετανάστες).
«Η αυλή των θαυμάτων» δεν είναι εφεύρημα της φαντασίας του Καμπανέλλη. Προσωπικά όταν ήρθα το 1955 στην Αθήνα ως φοιτητής οι προσφυγικές παράγκες έφταναν έως το Νοσοκομείο Συγγρού και ώς τη Σχολή Ευελπίδων. Και είχα συγγενείς σ’ αυτές τις παράγκες ακόμη και γιατρούς από την Ευρυτανία και την περιοχή του Δομοκού.
Και ως φοιτητής είχα πολλούς συμφοιτητές που δούλευαν πηλοφόρι στις οικοδομές ή νυχτοφύλακες για να αντιμετωπίσουν τα δίδακτρα των σπουδών και ν’ αγοράσουν τα πανεπιστημιακά βιβλία. Ο αγαπητός φίλος και σύγχρονός μου στο Πανεπιστήμιο φοιτητής Νομικής Απόστολος Κακλαμάνης ήταν εκλεγμένος πρόεδρος των εργαζόμενων φοιτητών για να διεκδικούν ακόμη και άδειες από τους εργοδότες για να προσέρχονται σε ώρες εργασίας στις εξετάσεις! Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Καμπανέλλης έγραψε και την «Εβδομη ημέρα της Δημιουργίας» και την «Αυλή». Ακολούθησαν οι ιστορικές του σάτιρες και η κατάδυση μέσα στα σκοτεινά λαγούμια του νεοελληνικού βίου, ώσπου νομοτελειακά έφτασε να νεκροτομήσει και να χειρουργήσει και την ποικιλόμορφη ελληνική εκδοχή του μεγαλοαστικού χώρου.
Στο «Τέσσερα πόδια του τραπεζιού» είδε την αδηφάγο νέα γενιά των εχόντων να περιφέρεται σαν τα κοράκια πάνω από το πτώμα του παλιού αυτοδημιούργητου μεγαλοαστού παλιάς κοπής. Ωσπου το 1989 γράφει το αριστούργημά του «Ο δρόμος περνά από μέσα». Νηφάλιος και κατασταλαγμένος, μακριά πλέον από τις πληγές και τις ακρότητες, ιδεολογικές και πολιτισμικές, του τραυματικού παρελθόντος αλλά και πληγωμένος από την κατάρρευση κάποιων απαραίτητων σωσιβίων που σε καιρούς κρίσης μάς κράτησαν όρθιους, πλησιάζει με σεβασμό και δέος τα μεγαλοαστικά κατάλοιπα, τα τιμαλφή, τις αξίες και τις ρίζες, οι χυμοί, έστω οι λίγοι, των οποίων υπόσχονται για κάποιους μελλοντική καρποφορία.
Αυτό το σπίτι με τη βαθιά ιστορία μιας οικογένειας, με τα πάθη της, τα εγκλήματά της, τα λάθη της, τα όνειρά της, τους εφιάλτες της που έχουν στοιχειώσει τους τοίχους και τα έπιπλα και που τρώνε σιγά σιγά τα πάντα ως χρόνος πανδαμάτορας, είναι μια Ελλάδα που ληθαργεί, αργοπεθαίνει, βουλιάζει και κυρίως «πωλείται» σε κάθε λαμόγιο αλλά και σε κάθε επίγονο που ντρέπεται για το παρελθόν του γένους του.
Ο τίμιος Καμπανέλλης που σεβόταν (το γνωρίζω από τη βαθιά μας φιλία χρόνια πολλά) την προηγούμενη συγγραφική γενιά (εξάλλου τιμήθηκε από τους παλιότερους με την ανάδειξή του ως προέδρου της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων) γράφει την έσχατη εκδοχή όσων με τόλμη σε χρόνους δύστοκους έγραψαν οι Σακελλάριος – Γιαννακόπουλος στο δικό τους αριστούργημα «Ενας ήρως με παντούφλες». Εκεί ένας ήρωας στρατηγός του Αλβανικού πουλάει μισοτιμής το σπαθί του και τη στολή του στον παλιατζή για να πληρώσει τη ΔΕΗ και το φαρμακείο ενώ λαμόγια της πολιτικής θησαυρίζουν εισπράττοντας δωρεάν για να στήσουν το άγαλμά του και στον Καμπανέλλη ο παλιατζής εισβάλλει στο παλιό αρχοντικό, το κάνει μαγαζί και πουλάει ως αντίκες μνήμες, παλιά αρχοντιά και ρομαντικές ιστορίες. Κάνει το παρελθόν εμπόριο. Ο τίμιος Καμπανέλλης προβάλλει μια μορφή της παλιάς μεγαλοαστικής ευγένειας που υπερασπίζεται χωρίς να ηρωοποιεί μια αιματηρή πορεία μιας τάξης που ξεκίνησε με όνειρα και σχέδια βίου και βούλιαξε μέσα σε δικτατορίες, πολέμους, εμφυλίους, προσφυγιά, εργολάβους και άναρχη ανοικοδόμηση.
Μια γενιά αδηφάγων ανθρώπων ξηλεύει μια αιωνόβια λεύκα και τα ωδικά πουλιά που είχαν καταφύγει εκεί πεθαίνουν άστεγα ή μεταναστεύουν.
Πέθαναν ο Καμπανέλλης, ο Μάτεσις, ο Μουρσελάς, η Αναγνωστάκη, πριν λίγο ο Ευθυμιάδης και το Εθνικό Θέατρο κοιμάται θαυμάζοντας έργα όπου πρωταγωνιστεί μια λεκάνη τουαλέτας όπου αφοδεύουν γυμνοί Νεοέλληνες πασαλειμμένοι με τα κόπρανά τους! Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη καλλιτέχνες που γνοιάζονται για την γόνιμη επαφή με τη σημαντική μας θεατρική παρακαταθήκη.
Ετσι στο θέατρο Τζένη Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο αριστούργημα «Ο δρόμος περνά από μέσα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε μια σεμνή, ισορροπημένη και τίμια παράσταση. Μέσα στο έξοχο σκηνικό – αστικό μουσείο της Κατερίνας Καμπανέλλη και στα σύγχρονα κοστούμια της ο Αλέξανδρος Καζάκος (καλώς όρισε στον στίβο της δημιουργίας!) έγραψε θαυμάσια μοτίβα βάθους συναισθημάτων.
Ο ίδιος ο Καζάκος με το κύρος του και τη λιτότητα της υπόκρισης ενσάρκωσε τον παλιό αισθητικό μεγαλοαστό της ακμής στην παρακμή της Ιστορίας, η Ηλιάνα Μαυρομάτη, μια συνεχώς ανερχόμενη νέα ταλαντούχα ηθοποιός, ερμήνευσε με κύρος το ευάγωγο φιλόδοξο λαϊκό κορίτσι που γίνεται άθυρμα στη φτήνια και στη χυδαιότητα δύο ακραίων κοινωνικών υβριδίων.
Η Αννα Γεραλή σχεδιάζει με λιτά μέσα τη Γλυκερία (ταμένη οικονόμο), ο Ομηρος Πουλάκης, στέρεος ηθοποιός, προβάλλει στην αδηφάγο γενιά των κληρονόμων και ο Δημήτρης Δάμπασης πασχίζει, όχι πάντα επιτυχώς, να συλλάβει ένα αριστουργηματικό λαμόγιο.