Δεν θα είναι η πρώτη φορά που ο Πιερ Καρντέν θα βρίσκεται στην Αθήνα, όπως σήμερα που σκηνοθετεί την παράσταση «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» στο αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου. Τα έσοδα μάλιστα θα διατεθούν για τη στήριξη των αστέγων του Δήμου Αθηναίων, του Ιδρύματος Κιβωτός του Κόσμου και για τη στήριξη του Ορφανοτροφείου Ελλάς όπου φιλοξενούνται 350 παιδιά, των οποίων οι γονείς έχουν πεθάνει από AIDS ή είναι τα ίδια φορείς του ιού. Ο ιταλός σχεδιαστής, πνεύμα ανατροπής και πρωτοπορίας για τη μόδα του 20ού αιώνα (το μίνι, κατά το ήμισυ, είναι δική του προσφορά) δίνει επίσης μαθήματα επιχειρηματικότητας σε μια ελληνική εταιρεία ενδυμάτων.
Η σύνδεσή του με την ελληνική πραγματικότητα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960. Γύρω στο 1968 στο Παρίσι, εντυπωσιασμένος από τα καλλιτεχνικά χάπενιγκ και την ενέργεια που έδινε στις εκδηλώσεις της η ελληνίδα ιδιοκτήτρια της γκαλερί Ιρις Κλερτ, συνεταιρίζεται μαζί της. Και σε μια ερειπωμένη καρβουναποθήκη η Κλερτ και ο Καρντέν δημιουργούν την ψυχεδελική ατμόσφαιρα του κλαμπ Radart. Εκεί πωλούνται πίνακες μοντέρνων ζωγράφων, διαφημίζεται ο Καρντέν, ενώ οι θαμώνες από τον Αγά Χαν και τη δούκισσα του Ουίνσδορ έως τη Ρόμι Σνάιντερ και τον Ζορζ Σιμενόν καταναλώνουν γαλλικά κρασιά που συνοδεύουν λιλιπούτεια ντολμαδάκια και μουσακά. Στη συνέχεια, το 1969 ο Αριστοτέλης Ωνάσης τού ζητάει να σχεδιάσει τις στολές των αεροσυνοδών της Ολυμπιακής. Τον ξαναείδαμε κοντά μας και άλλες φορές στα τελευταία 15 χρόνια. Η ενασχόληση του 95χρονου Πιερ Καρντέν με τους σκοπούς της Unesco ως πρέσβης καλής θέλησης και του ΟΗΕ για την προστασία της τροφής και της γεωργίας ήταν η αφορμή για να επισκεφθεί την Αθήνα και να υποστηρίξει ανάλογες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Ετσι στα 14 εργάστηκε ως μαθητευόμενος στο ύφασμα αποκτώντας βάσεις στον σχεδιασμό και την κατασκευή ενδυμάτων μόδας. Το 1939 έφυγε από το πατρικό του για να εργαστεί για έναν ραφείο στο Βισί, όπου άρχισε να κάνει κοστούμια για γυναίκες. Το 1945 μετακόμισε στο Παρίσι και ξεκίνησε σπουδές στην αρχιτεκτονική . Εργάστηκε στον οίκο Paquin μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέχισε με την ευρηματική Ελσα Σκιαπαρέλι έως ότου έγινε επικεφαλής του ατελιέ των ταγιέρ στον οίκο Christian Dior το 1947.
Στις αρχές του ’60 ο Καρντέν είχε ήδη τολμήσει να έρθει σε ρήξη με το σύστημα της γαλλικής υψηλής ραπτικής καθώς ένιωσε ότι το έτοιμο ένδυμα ακολουθεί την εξέλιξη της εποχής του. «Είμαι καλλιτέχνης και βιομήχανος» δήλωνε το 1977 έχοντας γίνει εκατομμυριούχος, ποπ ίνδαλμα της μόδας χάρη στο στυλ Μod των γεωμετρικών γραμμικών αντιθέσεων που είχε επινοήσει . Ενώ το 1981 η σκέψη του να αγοράσει τον φάρο της παριζιάνικης γαστρονομίας , το εστιατόριο Μαξίμ, οδήγησε στην επέκτασή του το 1983 στην Κίνα. Αλλά και στην αλλαγή παραδείγματος του σχεδιαστή-επιχειρηματία, ο οποίος πωλούσε την υπογραφή του σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο σώμα, την κατοίκηση έως και την τροφή του. «Ο κόσμος της μόδας δεν είναι μόνο τα ρούχα. Περιλαμβάνει ρολόγια, γυαλιά, παπούτσια, αξεσουάρ. Η μόδα είναι η ίδια η ζωή. Ξέρετε πόσος κόσμος εργάζεται από το εργοστάσιο πρώτων υλών έως τα μαγαζιά ή τα έντυπα της μόδας; Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τους πλούσιους διότι ξοδεύουν λεφτά. Αν δεν ξοδεύουν όλα αυτά τα επαγγέλματα θα αντιμετωπίσουν προβλήματα. Βλέπετε τι γίνεται με τις βιομηχανίες που κλείνουν και με τα εισαγόμενα από την Κίνα. Δεν πρέπει να θυμώνουμε, λοιπόν, με τους εύπορους, αλλά να τους σεβόμαστε διότι ξοδεύουν λεφτά σε ρούχα, εστιατόρια, ταξίδια. Τι θα συνέβαινε αν μόνο αποταμίευαν; Λυπάμαι που ορισμένοι δεν το καταλαβαίνουν αλλά αυτή είναι η αλήθεια», δήλωνε στα «ΝΕΑ» τον Αύγουστο του 2005, όταν με την παρουσία του στο σόου που έγινε τότε στην Αθήνα συγκεντρώθηκαν χρήματα για την ανέγερση του Ορφανοτροφείου Ελλάς στην Ακτή Ελεφαντοστού.