Mπορεί να υπάρξει πλειοψηφικό προοδευτικό αίτημα όταν η «πρόοδος» προκαλεί περισσότερο φόβο, παρά ελπίδα; Αυτή η συζήτηση είναι συνυφασμένη με την αποδυνάμωση και την υπονόμευση της έννοιας «μεταρρύθμιση». Οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις για ευημερία προσλαμβάνονται πολύ διαφορετικά από αυτό που προσδοκούμε. Ο μετασχηματισμός των εργασιακών σχέσεων, το άνοιγμα στο διεθνές εμπόριο, η αξιολόγηση των δημόσιων αγαθών, η δημοσιονομική προσαρμογή, οι νέες τεχνολογίες, οι μεταναστευτικές ροές, η αλλαγή του συστήματος συντάξεων και κοινωνικής προστασίας, η ανάγκη για αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων δημιουργούν στο μυαλό των πολιτών περισσότερο ένα σύμπαν απειλών παρά νέων ευκαιριών. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται όσα συμβαίνουν ως απειλή για μεγαλύτερη ανεργία, περισσότερες ευέλικτες και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, χαμηλές συντάξεις και ένα κράτος «πτωχοκομείο», ελάχιστες προοπτικές κοινωνικής ανόδου και αποταμίευσης, περισσότερη φτώχεια και μεγαλύτερες ανισότητες.
Διόλου απροσδόκητα, η άνοδος των άκρων και η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας που αναπολεί τη σταθερότητα του παρελθόντος διαμορφώνει ένα μάλλον «εχθρικό» περιβάλλον για κάθε εγχείρημα ανασυγκρότησης. Υπάρχει μία σημαντική κοινωνική πλειοψηφία που είτε έχει αποχωρήσει από τον δημόσιο χώρο καταγγέλλοντας την πολιτική, είτε υποστηρίζει το «εθνικολαϊκιστικό αίτημα» που εξακολουθεί να εκφράζει ο κυβερνητικός συνασπισμός, είτε ασφαλώς θεωρεί τα συντηρητικά κόμματα περισσότερο «relevant» για τις ανάγκες της εποχής. Υπάρχει χώρος για ανάκτηση πολιτικής ηγεμονίας από τον προοδευτικό χώρο ή η μόνη εφικτή στρατηγική είναι η επιβίωση και η εξισορρόπηση του πολιτικού συστήματος με την παρουσία ενός ελκυστικού κυβερνητικού εταίρου που θα λειτουργεί ως αμορτισέρ της πόλωσης;
Οι διαδικασίες για τον νέο φορέα δείχνουν ότι η ανασυγκρότηση του προοδευτικού χώρου είναι εφικτή. Ωστόσο, χωρίς τη συγκρότηση συγκεκριμένης πολιτικής πρότασης που θα εκτείνεται πέρα από μία γενική αποδοχή των μεταρρυθμίσεων, δύσκολα μπορεί να εξελιχθεί σε «κίνημα αλλαγής». Η κινητοποίηση μιας κοινωνικής πλειοψηφίας προϋποθέτει μία ριζοσπαστική πολιτική πρόταση που ανατέμνει το πολιτικό σύστημα στον άξονα «συντήρηση – πρόοδος» και διαμορφώνει ένα νέο πολιτικό δίλημμα που μπορεί να εξηγήσει το ελληνικό πρόβλημα: ανοιχτό εναντίον κλειστού. H «ανοιχτότητα» ως κεντρική ιδέα απέναντι σε όλα τα κλειστά θεσμικά, πολιτικά και οικονομικά συστήματα που αναδιανέμουν πόρους προς όφελος των ισχυρότερων και μεταθέτουν περισσότερα βάρη στους ανίσχυρους μπορεί να γίνει η βάση για μία νέα προοδευτική πρόταση που δεν θα υποδεικνύει με όρους αυθεντίας στους πολίτες τι πρέπει να γίνει, αλλά θα εξηγεί το γιατί, το πώς και με ποιους πρέπει να γίνει. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πρόκληση για τους προοδευτικούς από το να πείσουν σήμερα όσους φοβούνται το μέλλον ότι περισσότερη ευημερία σημαίνει πιο ανοιχτή οικονομία, περισσότερα δικαιώματα, περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ίσες ευκαιρίες, συμβίωση και κοινωνική ανάπτυξη με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, εξωστρέφεια του πανεπιστημίου, εισαγωγή νέων τεχνολογιών, λιγότερες ανισότητες και μία καλύτερη δημοκρατία. Μπορεί ο προοδευτικός χώρος να αρθρώσει πολιτικό λόγο που να εξηγεί, να πείθει και να συγκινεί γι’ αυτά; Οταν η απάντηση είναι ναι, τότε οι ιδέες και η πολιτική θα έχουν επιστρέψει.
Ο Πασχάλης Αγανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας