Είναι γνωστό ότι μία από τις πλέον προσοδοφόρες πηγές δημοσίων εσόδων είναι η φορολογία ή τα τέλη επί των ακινήτων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΕΝΦΙΑ δεν καταργήθηκε από την παρούσα κυβέρνηση παρά τις αντίθετες προεκλογικές δηλώσεις, με αποτέλεσμα να αποτελεί το σταθερό έσοδο του κράτους και μάλιστα σε απόλυτη συμφωνία με τους δανειστές ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του προϋπολογισμού.
Εκτός όμως από τις συμβατικές περιπτώσεις δηλώσεων των ακινήτων είτε φυσικών είτε νομικών προσώπων, υπάρχουν και άλλες για τις οποίες οφείλει η εκάστοτε κυβέρνηση να αναλύσει αλλά και να φορολογήσει με τρόπο σταθερό και ξεκάθαρο ώστε να έχει σημαντικά και διατηρήσιμα φορολογικά έσοδα.
Μία πρώτη περίπτωση ιδιαίτερης φορολόγησης ακινήτων είναι οι offshore οι οποίες βάσει νόμου έχουν την καταστατική τους έδρα σε χώρες του εξωτερικού ασχέτως αν ασκούν εκεί δραστηριότητα, ενώ οι μετοχές αλλά και οι τίτλοι ιδιοκτησίας είναι ανώνυμοι. Αυτό από μόνο του δημιουργεί προβλήματα καθώς η ανωνυμία των ιδιοκτητών ακινήτων δημιουργεί τάση για φοροαποφυγή.
Γι’ αυτό τον σκοπό υπάρχει ήδη νόμος που έχει ήδη τροποποιηθεί αρκετές φορές από την αρχή των Μνημονίων έτσι ώστε πλέον ο αρχικός ειδικός φόρος επί της αντικειμενικής αξίας που ανερχόταν στο 3% να ισχύει πλέον με συντελεστή 15% επιβαρύνοντας αυτό το είδος των εταιρειών και τους ιδιοκτήτες που κρύβονται από πίσω. Μάλιστα η συγκεκριμένη ρύθμιση ισχύει αναδρομικά από το 2010.
Το πρόβλημα βέβαια που παραμένει είναι ότι διατηρείται η ανωνυμία των ιδιοκτητών και δεν μπορούν να φορολογηθούν συνολικά για την περιουσία και τον πλούτο τους όπως οι υπόλοιποι έλληνες πολίτες.
Εκτός αυτού, το κράτος χάνει όλο και μεγαλύτερα έσοδα αν υποθέσουμε ότι ακίνητα μεγάλης αξίας που κρύβονται πίσω από τις offshore χρησιμοποιούν μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες όπως την Airbnb για βραχυχρόνια μίσθωση με υπέρογκα μηνιαία ή και ετήσια έσοδα τα οποία σε μεγάλο βαθμό είναι αφορολόγητα.
Εδώ τίθεται βέβαια και το ερώτημα της αυτοτελούς φορολόγησης των ακινήτων που χρησιμοποιούν πλατφόρμες βραχυπρόθεσμης ενοικίασης, κάτι που έχει γίνει ήδη προσπάθεια ν’αντιμετωπιστεί με μία προοδευτική φορολογική κλίμακα, ξεκινώντας από 15% μέχρι τα 12.000 ευρώ και φθάνοντας το 45% για έσοδα άνω των 35.000 ετησίως. Η φορολόγηση όμως των συγκεκριμένων ιδιωτών καταλήγει να είναι χειρότερη από την αντίστοιχη επιχειρηματική δραστηριότητα καθώς για έσοδα 35.000 ο επιχειρηματικός συντελεστής είναι 37% και όχι 45%.
Στην προσπάθειά του το κράτος και η κυβέρνηση να συλλάβουν τη φοροδιαφυγή ιδίως στα ακίνητα και στην αξιοποίησή τους προβαίνουν σε σπασμωδικές κινήσεις υπερβολικής ή ατελούς φορολόγησης που δημιουργούν σαφές κίνητρο τόσο για φοροδιαφυγή όσο και για μαύρη εργασία.
Το βέλτιστο σενάριο θα ήταν η κυβέρνηση να φορολογήσει όλα τα εισοδήματα από ακίνητα, με ένα flat rate 20% μέχρι 30.000 ευρώ και από κει και πέρα ο συντελεστής να αυξάνεται σε 30% όπου θα παραμένει σε αυτό το επίπεδο ανεξαρτήτως εισοδήματος από τη μίσθωση.
Για να μπορέσει όμως το κράτος να συλλάβει τη συνδυαστική φοροδιαφυγή όπου υπάρχουν ακίνητα σε offshore που τα εκμεταλλεύονται μέσα από πλατφόρμες ενοικίασης θα πρέπει οι αντίστοιχοι συντελεστές να διπλασιάζονται σε σχέση με την επίσημη δήλωση ενός ιδιώτη, ενώ στην περίπτωση της πώλησης των ακινήτων θα πρέπει να εφαρμόζεται φόρος υπεραξίας με συγκεκριμένους προοδευτικούς συντελεστές πάνω στην αντικειμενική αξία ή στην εμπορική αν αποδειχθεί μεγαλύτερη της αντικειμενικής.
Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος – τραπεζικός