Το λιμάνι, από το οποίο ξεκίνησαν τα πλοία για την πρώτη γνωστή ναυμαχία στον αρχαίο ελληνικό κόσμο –εκείνης μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων το 660 π.Χ. όπως την καταγράφει ο Θουκυδίδης -, του Λεχαίου αναδύεται κάτω από τη λάσπη του Κορινθιακού Κόλπου. Αθικτο από την αρχαιότητα παρά τα 2.500 και πλέον χρόνια διαρκούς χρήσης του, το διπλό λιμάνι που αποτελεί σπουδαίο τεχνικό έργο (όχι μόνο λόγω της κατασκευής του, αλλά και της δύσκολης συντήρησής του) και το οποίο ενδέχεται να αποτέλεσε τη μήτρα της πολεμικής τριήρους (σχεδιάστηκε από τον κορίνθιο ναυπηγό Αμεινοκλή) αρχίζει διστακτικά να μιλά στους αρχαιολόγους, αφήνοντας ωστόσο πολλές ακόμη κρίσιμες ερωτήσεις για την ταυτότητά του αναπάντητες.
«Το λιμάνι του Λεχαίου είναι ένας από τους λόγους που κατέστησαν την Κόρινθο μία από τις μεγάλες δυνάμεις της αρχαιότητας», λέει στα «ΝΕΑ» η προϊσταμένη της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων Αγγελική Σίμωσι, για το κομβικό ορμητήριο μέσω του οποίου η Κόρινθος μπορούσε να έχει πρόσβαση προς το Ιόνιο, την Αδριατική και τη Δυτική Μεσόγειο την εποχή του μεγάλου αποικισμού χωρίς να χρειάζεται τα πλοία να κάνουν τον γύρο της Πελοποννήσου.
Τρεις εμφανείς λιμενολεκάνες –οι οποίες είναι ορατές όταν τα νερά είναι ήσυχα –και μια τέταρτη που οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι έχει ταφεί κάτω από τη λάσπη, μαζί με την είσοδο που έχει εντοπιστεί και μια δεύτερη που εκτιμάται ότι θα υπήρχε (όπως συνέβαινε σε όλα τα εσωτερικά λιμάνια που δεν επηρεάζονταν από τα θαλάσσια ρεύματα και η οποία θα συνέβαλλε ώστε να αποφεύγονται οι επιχώσεις), αλλά δεν έχει εντοπιστεί, συνέθεταν τη βασική εικόνα του εσωτερικού λιμανιού.
«Εκτιμούμε ότι θα χωρούσαν περί τα 100 έως 150 πλοία, ανάλογα το μέγεθός τους, τα οποία ρυμουλκούνταν καθώς από την είσοδο δεν θα χωρούσαν να περάσουν με τα κουπιά τους», εξηγεί ο αρχαιολόγος της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων δρ. Δημήτρης Κουρκουμέλης, ο οποίος διευκρινίζει ότι προς παρόν δεν είναι εφικτό να ξεκαθαριστεί η χρήση του λιμανιού. Η εμπορική του μπορεί να είναι βέβαιη, αλλά η πολεμική του δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί καθώς δεν έχουν εντοπιστεί προς το παρόν οι αντίστοιχες εγκαταστάσεις (νεώσοικοι).
Κι αν η χρήση του λιμανιού αποτελεί έναν από τους βασικούς γρίφους που καλούνται να λύσουν οι αρχαιολόγοι, ένας δεύτερος είναι η τετράγωνη (9Χ9 μ.) λίθινη κατασκευή που βρίσκεται στο κέντρο και σώζεται σε ύψος 2 μ. «Πρόκειται για μια στιβαρή κατασκευή αλλά δεν ξέρουμε αν επρόκειτο για έναν φάρο, ο οποίος δεν είχε λόγο να υφίσταται στο εσωτερικό του λιμανιού, έναν βωμό ή τη βάση ενός αγάλματος. Δεν θα πρέπει όμως να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο να πρόκειται για ένα κτίριο ελέγχου, καθώς υπάρχει ένα αντίστοιχο παράδειγμα στο λιμάνι της Καρχηδόνας», επισημαίνει ο αρχαιολόγος για το κτίσμα που φαίνεται ότι χτυπήθηκε δυο φορές από σεισμό: την πρώτη μεταξύ των ετών 50 -150 μ.Χ. και τη δεύτερη τον 6ο αι.
Τρίτος γρίφος είναι ο ξύλινος πάσσαλος που βρέθηκε ακριβώς δίπλα. Χρησίμευε για να δένονται οι βάρκες που προσέγγιζαν την αινιγματική κατασκευή ή μήπως έχει σχέση με την οικοδόμησή της; Αν εντοπιστούν κι άλλοι ίσως ισχύει η δεύτερη εκδοχή και ο ρόλος του πασσάλου ενδέχεται να σχετίζεται με τη συγκράτηση της άμμου ώστε να μη χάνει η κατασκευή την ευστάθειά της.
Στα κλασικά χρόνια (5ος -4ος αι. π.Χ.) κατασκευάστηκε η φάση που σώζεται στον εξωτερικό λιμένα του Λεχαίου, όπως δείχνουν οι μολύβδινοι σύνδεσμοι που συγκρατούν τους λίθινους δόμους των τριών μόλων του, οι οποίοι είναι ορατοί μόλις 50 εκ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ το συνολικό τους ύψος αγγίζει τα 4 μ. Η εικόνα αυτή απέχει πολύ από εκείνη που είχαν οι αρχαίοι επισκέπτες του λιμανιού, δεδομένου και ότι η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει κατά 2,5 μ. και διότι μεγάλο μέρος του οικοδομικού υλικού των μόλων –που διέθεταν μήκος 45 μ. και πλάτος 18 μ. –χάθηκε είτε λόγω σεισμού, είτε επειδή χρησιμοποιήθηκε με το πέρασμα των αιώνων σε άλλες χρήσεις.
Αναλόγων διαστάσεων με το εσωτερικό λιμάνι, το εξωτερικό, στους τρεις μόλους του –οι οποίοι λειτουργούσαν ως κυματοθραύστες καθώς το σημείο ήταν εκτεθειμένο στους βορειοδυτικούς ανέμους –εκτιμάται ότι έδεναν λιγότερα πλοία από εκείνα που χωρούσαν στο εσωτερικό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι κι αυτή η πλευρά του λιμανιού δεν έκρυβε εκπλήξεις για την ερευνητική ομάδα –διευθύνεται από τους δρα Δημήτρη Κουρκουμέλη εκ μέρους της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων και Μπγιορν Λοβέν από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, ο οποίος για περισσότερο από μία δεκαετία ανέσκαπτε τους λιμένες της Ζέας και της Μουνιχίας στον Πειραιά.
Κι αν η πρώτη είναι τα κατάλοιπα ενός τετράγωνου κτίσματος (12μ.Χ12μ.) –ενός οχυρωματικού πύργου επειδή το λιμάνι του Λεχαίου είχε ενταχθεί στην οχύρωση της Κορίνθου σε αντίθεση με το αντίστοιχό του στις Κεχρεές που έβλεπε στον Σαρωνικό ή μήπως ενός φάρου; –η πιο εντυπωσιακή είναι οι ξυλότυποι: κιβώτια δηλαδή γεμάτα με πέτρες και υδραυλικό κονίαμα (ένα είδος τσιμέντου) που βυθίζονταν λόγω του βάρους τους και σε επάλληλες στρώσεις χρησιμοποιούνταν από τους Ρωμαίους για την κατασκευή λιμανιών χωρίς φυσική προστασία. Λίγες σανίδες από το κάτω μέρος των κιβωτίων μαρτυρούν ότι υπήρχαν έξι σε ένα σημείο (συνολικού μήκους λίγο περισσότερο από 60μ.) και ακόμη πέντε σε ένα άλλο. «Είμαστε πολύ τυχεροί που καταφέραμε να εντοπίσουμε τους ξυλοτύπους καθώς έχουν σωθεί ελάχιστα δείγματα στην Κω και το Ισραήλ, που ανήκουν στη ρωμαϊκή εποχή. Αυτοί του Λεχαίου εκτιμούμε ότι χρονολογούνται στα βυζαντινά χρόνια», υποστηρίζουν οι αρχαιολόγοι.