Χωρίς σπίτι δεν υπάρχει δουλειά
Χωρίς δουλειά δεν υπάρχει σπίτι
Χωρίς σπίτι και δουλειά δεν υπάρχει Δημοκρατία
Ούλριχ Μπεκ

Τελικά είμαστε «αυτό που δηλώνουμε, αυτό που κάνουμε, αυτό που έχουμε ή μήπως αυτό που φοβόμαστε»;
Το ερώτημα είναι εν μέρει υπαρξιακο-φιλοσοφικό κι εν μέρει πολιτικοκοινωνικό. Αποκτά δε ιδιαίτερο νόημα στις τωρινές συνθήκες καθώς η οικονομική κρίση και η κοινωνική αμηχανία δημιουργούν νέους όρους προσέγγισης του κλασικού «λεβεντομάγκικου» κομπασμού: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Αλήθεια ξέρουμε σήμερα «ποιος είναι ποιος»; Ορισμένοι πρώην πλούσιοι έχουν απολέσει [οριστικά;] το status τους, το οποίο δεν περιλάμβανε μόνο πολλά χρήματα αλλά και μεγάλη δόση εξουσίας.
Αρκετοί πρώην βολεμένοι έχουν απολέσει [αμετάκλητα;] την απατηλή άνεσή τους, η οποία δεν περιλάμβανε μόνο παχυλούς μισθούς κι αργομισθίες αλλά και πάσης φύσεως πελατειακές διευκολύνσεις [π.χ. διορισμούς, δάνεια κ.λπ.]. Μια σειρά από πρώην/νυν [και αεί;] διανοούμενους και ακαδημαϊκούς έχουν απολέσει την αίσθηση του «υπεράνω», η οποία τους επέτρεπε να κινούνται οριζοντίως στο πολιτικό σύστημα, χρηματοδοτούμενοι/ αμειβόμενοι/ τιμώμενοι απ’ όλες τις κυβερνήσεις. Οι περισσότεροι τηλε-ήρωες και οι τηλε-περσόνες έχουν απολέσει [μέχρι νεοτέρας;] την αίγλη και τη λάμψη της προβολής, η οποία τους απέδιδε αρκετά μη φορολογήσιμα και μη ορατά οφέλη. Αυτοί όμως που έχουν απολέσει status και ταυτότητα είναι οι φτωχοποιηθέντες. Δεν εννοώ τους επί χρόνια ανασφαλείς και μετέωρους, οι οποίοι είχαν μάθει να επιβιώνουν στο όριο, αλλά στους νεόπτωχους της κρίσης που εν μια νυκτί εξέπεσαν προνομίων και προοπτικών και οφείλουν να «μετακομίσουν» σε άλλη κοινωνική κατηγορία κι επίπεδο ζωής.
Οι ούτως κοινωνικά [ίσως και κοσμικά] περιθωριοποιημένοι εισπράττουν ως έσχατη «ταπείνωση και ήττα» [την οποία χρεώνουν στην Κυβέρνηση ή έστω σε όλες τις κυβερνήσεις μετά το 2010] το γεγονός ότι δεν έχουν πλέον τις «συνηθισμένες ευκαιρίες» πλουτισμού κι επανόδου στην ανωτέρα τάξη, όπου κατά τη γνώμη τους δικαιωματικά ανήκουν. Η αυτο-εικόνα τους είχε ταυτιστεί με τις ελίτ, με τη «μειοψηφία των άριστων» και τώρα υποχρεώνονται να ζήσουν σαν τους άλλους [και το χειρότερο γι’ αυτούς: μαζί με τους άλλους].
Δεν γνωρίζω πώς θα λειτουργήσει πολιτικά και κοινωνικά το νέο αυτό μίξερ, τι πολτό θα βγάλει ή τι νέες γεύσεις θα μας χαρίσει. Αυτό όμως που γνωρίζω μετά βεβαιότητας είναι ότι η κατάσχεση σπιτιού, κυρίως πρώτης κατοικίας, συνιστά τραυματική εμπειρία και προκαλεί ψυχική κατάρρευση, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από ακατάσχετη ψευδολογία του πολιτικού συστήματος, το οποίο για να μην αναλάβει τις ευθύνες του αρκείται στην αλληλοκατηγορία των κομμάτων για το ποιος φταίει περισσότερο. Λες και το ένα κόμμα σου παίρνει την κουζίνα και το άλλο το υπνοδωμάτιο. Πρέπει να προσέξουν οι διάφοροι Μάγοι της [πράσινης, γαλάζιας, κόκκινης]οικονομίας των αριθμών.
Υπάρχει ένα όριο «ακατάσχετου» στην ανθρώπινη ψυχή που όποιος το ξεπεράσει, αντιμετωπίζοντας λογιστικά, φορολογικά ή μνημονιακά τους Ελληνες, θα βρεθεί μπροστά σ’ εκπλήξεις που τώρα δεν μπορεί να φανταστεί.

Ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης είναι πρώην υπουργός