Μεγάλη πολιτική ήττα υπέστη ο Ντόναλντ Τραμπ σε μια από τις πιο συντηρητικές πολιτείες, την Αλαμπάμα, όπου ο υποψήφιος Ρόι Μουρ που κατηγορείται για σεξουαλικές επιθέσεις σε έφηβες έχασε την έδρα της Γερουσίας που κατείχαν οι Ρεπουμπλικανοί εδώ και 25 χρόνια. Η νίκη του Δημοκρατικού Νταγκ Τζόουνς –με 49,9% έναντι 48,4% του Μουρ –σηματοδοτεί μια σημαντική στιγμή για το κίνημα #MeToo που έχει δημιουργηθεί τον τελευταίο καιρό εναντίον της σεξουαλικής βίας.
Οι κατηγορίες ότι ο υπερσυντηρητικός Μουρ είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά κορίτσια 14 και 15 ετών, όταν ήταν νεότερος, μετέτρεψαν σε ντέρμπι μια ψηφοφορία που όλοι ανέμεναν πως θα ήταν εύκολη σε αυτή την πολιτεία-προπύργιο των Ρεπουμπλικανών. «Οι γυναίκες πραγματικά φάνηκε να θέλουν να ακουστεί η συλλογική φωνή τους σε αυτό το θέμα και δεν θέλουν να ξεχαστεί για άλλη μια φορά», δήλωσε η Τζέσικα Λιντς, η οποία πέρυσι κατηγόρησε τον πρόεδρο Τραμπ για σεξουαλική παρενόχληση.
Το αναπάντεχο αποτέλεσμα, που προκαλεί τριγμούς και στη Γερουσία όπου η μικρή πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών ροκανίζεται, ίσως αποτελεί δείγμα πως η φόρμουλα για ακόμα μεγαλύτερη πόλωση μέσα σε μια ήδη πολωμένη πολιτική ατμόσφαιρα –που σχεδόν τελειοποίησε ο Τραμπ –δεν είναι τόσο αξιόπιστη όσο φαινόταν. Καθώς το κίνημα #MeToo ωριμάζει και ξεπερνά το στάδιο της ανάδειξης ατόμων με επιθετική συμπεριφορά, «φαίνεται ότι αναζητά ένα ανώτερο επίπεδο απόδοσης ευθυνών», παρατηρεί η Φατίμα Γκρέις, πρόεδρος του Εθνικού Νομικού Κέντρου Γυναικών.
Η ήττα του 70χρονου Μουρ, κυρίως λόγω της κινητοποίησης των μαύρων γυναικών της Αλαμπάμα, συμπίπτει με την επιλογή από το λεξικό Merriam-Webster ως λέξη του 2017 τον «φεμινισμό». Πρόκειται βέβαια για μια παλιά λέξη, φέτος όμως λόγω της μισογυνικής στάσης του προέδρου Τραμπ και το σκάνδαλο Γουάινστιν, οι διαδικτυακές αναζητήσεις για τον «φεμινισμό» αυξήθηκαν κατά 70%!
Το γεγονός ότι ο Μουρ ήταν υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών προκάλεσε αίσθηση, καθώς εκτός από τις σεξουαλικές επιθέσεις σε έφηβες, έχει δηλώσει πως η Αμερική ήταν σπουδαία χώρα κατά τη διάρκεια της δουλείας επειδή «είχε σκοπό και κατεύθυνση», ενώ σε άλλη περίπτωση είχε δηλώσει ότι η νομιμοποίηση του γάμου των ομοφυλοφίλων ήταν «χειρότερη» από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τον 19ο αιώνα ότι οι μαύροι πολίτες μπορούν να έχουν ιδιοκτησία. Στην τελευταία του προεκλογική εκδήλωση, η σύζυγός του προσπάθησε να αρνηθεί ότι ο Μουρ είναι ρατσιστής λέγοντας πως «έχουμε πολλούς μαύρους φίλους, ενώ ένας από τους δικηγόρους μας είναι Εβραίος».
Η Αλαμπάμα αποτελεί διπλή ήττα για τον Τραμπ. Αρχικά, στην εσωκομματική διαδικασία είχε υποστηρίξει τον μέχρι τώρα γερουσιαστή Λούθερ Στρέιντζ, ο οποίος έχασε από τον υπερσυντηρητικό Μουρ, παρότι ήδη είχαν δει το φως της δημοσιότητας καταγγελίες πολλών γυναικών ότι ο Μουρ τους είχε επιτεθεί σεξουαλικά όταν εκείνες ήταν έφηβες και εκείνος περίπου 35. Μετά την επιλογή του Μουρ ως υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών, ο Τραμπ του πρόσφερε την πλήρη υποστήριξή του, παρότι πολλά στελέχη του κόμματος προτίμησαν να απέχουν. Τώρα ο Τραμπ προσπαθεί να περιορίσει το πλήγμα στο γόητρό του, θυμίζοντας ότι αρχικά στήριξε τον Στρέιντζ. Κανείς όμως δεν μπορεί να ξεχάσει ότι τις τελευταίες εβδομάδες έκανε συνεχώς σχόλια στο twitter υπέρ του Μουρ, παρά τις εναντίον του κατηγορίες.
«Πρόκειται για μια τεράστια ήττα για τον Τραμπ. Υπέστη δύο απανωτές ήττες –στις προκριματικές και στις εκλογές για τη Γερουσία –σε μια πολιτεία την οποία είχε κερδίσει με προβάδισμα 28 μονάδων», σχολίασε ο πολιτικός αναλυτής Λάρι Σάμπατο. «Αυτό οφείλεται βέβαια στον αλλοπρόσαλλο Ρόι Μουρ αλλά και στο ότι ο Τραμπ χαραμίζει την ευκαιρία που έχει να ηγηθεί της χώρας ως ένας σωστός πρόεδρος».
Το αποτέλεσμα στην Αλαμπάμα θεωρείται πιθανότατο να ωθήσει τους Δημοκρατικούς να αναδείξουν το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης σε βασικό της προεκλογικής εκστρατείας, σε μια περίοδο μάλιστα κατά την οποία ισχυροί άνδρες στους τομείς της ψυχαγωγίας, των ΜΜΕ και της πολιτικής –συμπεριλαμβανομένου του Τραμπ –αντιμετωπίζουν σχετικές κατηγορίες. Μια τέτοια κίνηση θα εξασφαλίσει την υποστήριξη πολλών γυναικών ψηφοφόρων. Το αποτέλεσμα υπογραμμίζει την επιτυχία του Τζόουνς να κινητοποιήσει τους Αφροαμερικανούς, που αποτελούν το 30% των ψηφοφόρων στην Αλαμπάμα και ψήφισαν μαζικά Δημοκρατικούς. Οι μαύρες ψηφοφόροι στήριξαν τον Τζόουνς σε ποσοστό 98%!
Ο 63χρονος Τζόουνς, εισαγγελέας της Αλαμπάμα, καταδίκασε δύο μέλη της Κου Κλουξ Κλαν για τη συμμετοχή τους στη βομβιστική επίθεση το 1963 σε εκκλησία Βαπτιστών στο Μπέρμιγχαμ. Μέχρι σήμερα ποτέ δεν είχε διεκδικήσει αιρετή θέση, αλλά εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος του τελευταίου Δημοκρατικού γερουσιαστή της Αλαμπάμα, Χάουελ Χέφλιν.

Φωτιά έχουν πάρει οι πολιτικές αναλύσεις

«Οι Δημοκρατικοί μπορούν να νικήσουν παντού και τώρα πια το βλέπουμε αυτό»

Μεγάλες επιπτώσεις στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ πιστεύεται ότι θα έχει η νίκη του Δημοκρατικού Ντάγκ Τζόουνς στην Αλαμπάμα. Τα στελέχη των Δημοκρατικών πιστεύουν ότι η κατάκτηση αυτής της έδρας στη Γερουσία θα οδηγήσει σε πολλές ανάλογες νίκες τους στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018 για τα δύο νομοθετικά σώματα. Την ίδια ώρα, οι Ρεπουμπλικανοί προσπαθούν να βρουν τα αίτια της ήττας τους σε μια από τις πιο συντηρητικές πολιτείες της χώρας, καθώς μάλιστα τώρα ο έλεγχος στη Γερουσία γίνεται πιο αδύναμος – έχουν 51 έδρες έναντι 49 των Δημοκρατικών.

Ο Τζόουνς είναι ο πρώτος Δημοκρατικός που εκλέγεται στη Γερουσία των ΗΠΑ από την Αλαμπάμα εδώ και 25 χρόνια και αυτό έχει βάλει φωτιά στις πολιτικές αναλύσεις. «Οι Δημοκρατικοί μπορούν να νικήσουν παντού και τώρα πια το βλέπουμε αυτό», είπε στους δημοσιογράφους ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος Τομ Πέρεζ, αναφέροντας και άλλες πρόσφατες νίκες, για τη θέση του κυβερνήτη στη Βιρτζίνια και το Νιου Τζέρσεϊ καθώς και σε τοπικό επίπεδο σε άλλες περιοχές της χώρας.

Ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ δήλωσε πως η ήττα του Ρόι Μουρ αντικατοπτρίζει την αντίθεση των ψηφοφόρων στις πολιτικές Τραμπ οι οποίες όπως τόνισε βοηθούν τους πλούσιους και ισχυρούς εις βάρος της μεσαίας τάξης. «Τα πράγματα δείχνουν καλά για εμάς», είπε ο Σούμερ. «Εάν οι Ρεπουμπλικανοί συνεχίσουν να κυβερνούν προς όφελος των ολίγων, των πλουσίων και των ισχυρών, θα υπάρξουν πολλές ακόμα Αλαμπάμες το 2018».

Η προεκλογική εκστρατεία στην Αλαμπάμα προκάλεσε ρήγμα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα με τον Στιβ Μπάνον, τον πρώην υπεύθυνο στρατηγικής του Τραμπ, να εργάζεται στο πλευρό του Μουρ ως μέρος της ευρύτερης καμπάνιας του εναντίον των κεντρώων Ρεπουμπλικανών υποψηφίων. Οι αντίπαλοι του Μπάνον στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έσπευσαν να τον κατηγορήσουν για την ήττα, όμως η αντιπαράθεση αναμένεται να γιγαντωθεί τους επόμενους μήνες, καθώς ξεκινούν οι προκριματικές εκλογές για τους υποψηφίους του κόμματος σε διάφορες πολιτείες εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών τον ερχόμενο Νοέμβριο.

Οι πολιτικοί αναλυτές θεωρούν πως θα είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί ο Μπάνον, ο οποίος θα προσφέρει τη βοήθειά του σε διάφορους ακραίους υποψηφίους έναντι πιο μετριοπαθών Ρεπουμπλικανών ώστε να εξασφαλίσει το χρίσμα του κόμματος για την διεκδίκηση της κάθε έδρας.

Οι δικτάτορες, τα «fake news» και η επίθεση στην ελευθερία του Τύπου

Ο πρόεδρος Τραμπ χρησιμοποιεί συχνά την έκφραση «fake news» ως ρητορικό εργαλείο για να υπονομεύσει τους αντιπάλους του, να συσπειρώσει την πολιτική του βάση και να προσπαθήσει να δυσφημήσει τα ΜΜΕ που του ασκούν κριτική. Ομως δεν είναι ο μόνος που αρέσκεται σε αυτό. Οπως γράφουν οι «New York Times», «το παράδειγμα του Τραμπ ακολουθούν πολλοί δικτάτορες και καταπιεστικοί ηγέτες σε όλο τον κόσμο».

Οταν η Διεθνής Αμνηστία δημοσιοποίησε έρευνα για θανάτους σε φυλακές στη Συρία, ο σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ Ασαντ απάντησε «ζούμε στην εποχή των ψευδών ειδήσεων». Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο, που λαμβάνει όλο και πιο καταπιεστικά μέτρα, κατηγόρησε τα διεθνή ΜΜΕ για «πολλά ψέματα». Στη Μιανμάρ, όπου οι διεθνείς παρατηρητές κατηγορούν τη στρατιωτική κυβέρνηση ότι διεξάγει γενοκτονία κατά των μουσουλμάνων Ροχίνγκια, αξιωματούχος δήλωσε ότι «πρόκειται για fake news». Στη Ρωσία, η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα ζήτησε από δημοσιογράφο του CNN «να σταματήσει να διασπείρει ψέματα και fake news».

Σε όλο τον κόσμο, λαϊκιστές, δικτάτορες και επικεφαλής καταπιεστικών καθεστώτων, γράφει η αμερικανική εφημερίδα, χρησιμοποιούν τον όρο «fake news» ως εργαλείο εναντίον των επικριτών τους και, σε κάποιες περιπτώσεις, σκοπίμως υπονομεύοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς. Σε χώρες όπου η ελευθερία του Τύπου είναι περιορισμένη ή υπό σοβαρή απειλή – μεταξύ άλλων στη Ρωσία, την Κίνα, την Τουρκία, τη Λιβύη, την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Ταϊλάνδη, τη Σομαλία – οι πολιτικοί ηγέτες επικαλούνται τα «fake news» ως δικαιολογία για τις επιθέσεις τους εναντίον των ΜΜΕ.

Πριν από λίγες ημέρες, η επίσημη εφημερίδα του ΚΚ Κίνας, η «Λαϊκή Ημερησία», χρησιμοποίησε τη φράση του Τραμπ για να υπονομεύσει την κριτική αμερικανικών μέσων ενημέρωσης προς το Πεκίνο. «Εάν ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών υποστηρίζει ότι τα μεγάλα ΜΜΕ στη χώρα του αποτελούν λεκέ για την Αμερική», έγραψε η εφημερίδα, «τότε οι αρνητικές ειδήσεις για την Κίνα και άλλες χώρες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αμφιβολία, καθώς είναι πιθανόν, διάφορες προκαταλήψεις και πολιτικές ατζέντες να αλλοιώνουν την πραγματική εικόνα».

«Ο Τραμπ δεν μιλά μόνο για ψευδείς ειδήσεις, αλλά χαρακτηρίζει και τα ΜΜΕ fake news και αυτό αποτελεί επίθεση στην ελευθερία του Τύπου», παρατηρεί η Ολλανδή Μαριέτε Σάακ, μέλος του Ευρωκοινοβουλίου που ασχολείται ιδιαίτερα με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το ψηφιακό τοπίο. «Ως ηγέτης μιας χώρας η οποία παραδοσιακά υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αυτό είναι πολύ σοβαρό και φυσικά έχει τεράστιες επιπτώσεις διεθνώς».