Φωτιά έχουν πάρει οι πολιτικές αναλύσεις
«Οι Δημοκρατικοί μπορούν να νικήσουν παντού και τώρα πια το βλέπουμε αυτό»
Μεγάλες επιπτώσεις στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ πιστεύεται ότι θα έχει η νίκη του Δημοκρατικού Ντάγκ Τζόουνς στην Αλαμπάμα. Τα στελέχη των Δημοκρατικών πιστεύουν ότι η κατάκτηση αυτής της έδρας στη Γερουσία θα οδηγήσει σε πολλές ανάλογες νίκες τους στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018 για τα δύο νομοθετικά σώματα. Την ίδια ώρα, οι Ρεπουμπλικανοί προσπαθούν να βρουν τα αίτια της ήττας τους σε μια από τις πιο συντηρητικές πολιτείες της χώρας, καθώς μάλιστα τώρα ο έλεγχος στη Γερουσία γίνεται πιο αδύναμος – έχουν 51 έδρες έναντι 49 των Δημοκρατικών.
Ο Τζόουνς είναι ο πρώτος Δημοκρατικός που εκλέγεται στη Γερουσία των ΗΠΑ από την Αλαμπάμα εδώ και 25 χρόνια και αυτό έχει βάλει φωτιά στις πολιτικές αναλύσεις. «Οι Δημοκρατικοί μπορούν να νικήσουν παντού και τώρα πια το βλέπουμε αυτό», είπε στους δημοσιογράφους ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος Τομ Πέρεζ, αναφέροντας και άλλες πρόσφατες νίκες, για τη θέση του κυβερνήτη στη Βιρτζίνια και το Νιου Τζέρσεϊ καθώς και σε τοπικό επίπεδο σε άλλες περιοχές της χώρας.
Ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ δήλωσε πως η ήττα του Ρόι Μουρ αντικατοπτρίζει την αντίθεση των ψηφοφόρων στις πολιτικές Τραμπ οι οποίες όπως τόνισε βοηθούν τους πλούσιους και ισχυρούς εις βάρος της μεσαίας τάξης. «Τα πράγματα δείχνουν καλά για εμάς», είπε ο Σούμερ. «Εάν οι Ρεπουμπλικανοί συνεχίσουν να κυβερνούν προς όφελος των ολίγων, των πλουσίων και των ισχυρών, θα υπάρξουν πολλές ακόμα Αλαμπάμες το 2018».
Η προεκλογική εκστρατεία στην Αλαμπάμα προκάλεσε ρήγμα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα με τον Στιβ Μπάνον, τον πρώην υπεύθυνο στρατηγικής του Τραμπ, να εργάζεται στο πλευρό του Μουρ ως μέρος της ευρύτερης καμπάνιας του εναντίον των κεντρώων Ρεπουμπλικανών υποψηφίων. Οι αντίπαλοι του Μπάνον στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έσπευσαν να τον κατηγορήσουν για την ήττα, όμως η αντιπαράθεση αναμένεται να γιγαντωθεί τους επόμενους μήνες, καθώς ξεκινούν οι προκριματικές εκλογές για τους υποψηφίους του κόμματος σε διάφορες πολιτείες εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Οι πολιτικοί αναλυτές θεωρούν πως θα είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί ο Μπάνον, ο οποίος θα προσφέρει τη βοήθειά του σε διάφορους ακραίους υποψηφίους έναντι πιο μετριοπαθών Ρεπουμπλικανών ώστε να εξασφαλίσει το χρίσμα του κόμματος για την διεκδίκηση της κάθε έδρας.
Οι δικτάτορες, τα «fake news» και η επίθεση στην ελευθερία του Τύπου
Ο πρόεδρος Τραμπ χρησιμοποιεί συχνά την έκφραση «fake news» ως ρητορικό εργαλείο για να υπονομεύσει τους αντιπάλους του, να συσπειρώσει την πολιτική του βάση και να προσπαθήσει να δυσφημήσει τα ΜΜΕ που του ασκούν κριτική. Ομως δεν είναι ο μόνος που αρέσκεται σε αυτό. Οπως γράφουν οι «New York Times», «το παράδειγμα του Τραμπ ακολουθούν πολλοί δικτάτορες και καταπιεστικοί ηγέτες σε όλο τον κόσμο».
Οταν η Διεθνής Αμνηστία δημοσιοποίησε έρευνα για θανάτους σε φυλακές στη Συρία, ο σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ Ασαντ απάντησε «ζούμε στην εποχή των ψευδών ειδήσεων». Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο, που λαμβάνει όλο και πιο καταπιεστικά μέτρα, κατηγόρησε τα διεθνή ΜΜΕ για «πολλά ψέματα». Στη Μιανμάρ, όπου οι διεθνείς παρατηρητές κατηγορούν τη στρατιωτική κυβέρνηση ότι διεξάγει γενοκτονία κατά των μουσουλμάνων Ροχίνγκια, αξιωματούχος δήλωσε ότι «πρόκειται για fake news». Στη Ρωσία, η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα ζήτησε από δημοσιογράφο του CNN «να σταματήσει να διασπείρει ψέματα και fake news».
Σε όλο τον κόσμο, λαϊκιστές, δικτάτορες και επικεφαλής καταπιεστικών καθεστώτων, γράφει η αμερικανική εφημερίδα, χρησιμοποιούν τον όρο «fake news» ως εργαλείο εναντίον των επικριτών τους και, σε κάποιες περιπτώσεις, σκοπίμως υπονομεύοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς. Σε χώρες όπου η ελευθερία του Τύπου είναι περιορισμένη ή υπό σοβαρή απειλή – μεταξύ άλλων στη Ρωσία, την Κίνα, την Τουρκία, τη Λιβύη, την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Ταϊλάνδη, τη Σομαλία – οι πολιτικοί ηγέτες επικαλούνται τα «fake news» ως δικαιολογία για τις επιθέσεις τους εναντίον των ΜΜΕ.
Πριν από λίγες ημέρες, η επίσημη εφημερίδα του ΚΚ Κίνας, η «Λαϊκή Ημερησία», χρησιμοποίησε τη φράση του Τραμπ για να υπονομεύσει την κριτική αμερικανικών μέσων ενημέρωσης προς το Πεκίνο. «Εάν ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών υποστηρίζει ότι τα μεγάλα ΜΜΕ στη χώρα του αποτελούν λεκέ για την Αμερική», έγραψε η εφημερίδα, «τότε οι αρνητικές ειδήσεις για την Κίνα και άλλες χώρες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αμφιβολία, καθώς είναι πιθανόν, διάφορες προκαταλήψεις και πολιτικές ατζέντες να αλλοιώνουν την πραγματική εικόνα».
«Ο Τραμπ δεν μιλά μόνο για ψευδείς ειδήσεις, αλλά χαρακτηρίζει και τα ΜΜΕ fake news και αυτό αποτελεί επίθεση στην ελευθερία του Τύπου», παρατηρεί η Ολλανδή Μαριέτε Σάακ, μέλος του Ευρωκοινοβουλίου που ασχολείται ιδιαίτερα με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το ψηφιακό τοπίο. «Ως ηγέτης μιας χώρας η οποία παραδοσιακά υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αυτό είναι πολύ σοβαρό και φυσικά έχει τεράστιες επιπτώσεις διεθνώς».