Αναλύοντας κάποια χρόνια πριν τη συμπεριφορά της Ελλάδας στην κρίση του 1929-32, ο γνωστός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ σημείωνε: «Η κρίση “εξουδετέρωσε” τη μεγάλη επιρροή των εξωτερικών παραγόντων στην ελληνική πολιτική ζωή, άρα επιτρέπει να δούμε πώς χειρίστηκαν “οι πολιτικοί” τους αυξημένους βαθμούς ελευθερίας». Η σημερινή ελληνική κρίση οδηγεί να θέσουμε το αντίστροφο ερώτημα. Η επιρροή των εξωτερικών παραγόντων ήταν τόσο ασφυκτική ώστε επιτρέπει να δούμε πώς χειρίστηκε το πολιτικό σύστημα (και κατ’ επέκταση η κοινωνία) τα περιορισμένα περιθώρια ελευθερίας κινήσεων που είχε. Και τα δύο ερωτήματα δεν είναι απλά διανοητικά παιχνίδια. Ξεκινούν από την ιστορική διαπίστωση ότι η Ελλάδα παρακολουθεί και προσαρμόζεται στη νεωτερικότητα μέσω μιας διαλεκτικής εξωτερικών ωθήσεων/πιέσεων και εσωτερικής δεκτικότητας στον εκσυγχρονισμό, πάντα αμφίθυμης, άλλοτε επιτυχημένης, άλλοτε αποτυχημένης, με απότομες μεταπτώσεις, ιδιαίτερα στις στροφές της Ιστορίας. Οπως αυτή που διανύουμε τώρα.
Αυτή η μακροσκοπική εκτίμηση έχει σήμερα μια ανησυχητική επικαιρότητα. Γιατί κινδυνεύουμε να δημιουργηθεί μια αρνητική αλληλεπίδραση μεταξύ της επιθυμίας των δανειστών να ξεμπερδεύουν με το «ελληνικό πρόβλημα» και της τάσης του ΣΥΡΙΖΑ να αναπαράγει όλα τα αρνητικά του παλαιού τρόπου διακυβέρνησης και ανάπτυξης. Κοντολογίς, κινδυνεύουμε να παγιωθεί η πολιτική της στασιμότητας ως νέο πλαίσιο κομματικού ανταγωνισμού σε μια Ελλάδα που θα σέρνεται. Οι δανειστές, έχοντας ξεκινήσει με πολύ φιλόδοξους στόχους να μεταρρυθμίσουν την Ελλάδα χωρίς να έχουν αντιληφθεί τη δυσκολία του εγχειρήματος, αναδιπλώθηκαν σε μια γραμμή που προτάσσει τη δημοσιονομική ισορροπία και την ολοκλήρωση του προγράμματος όπως να ‘ναι. Βεβαίως αυτό δεν συνεπάγεται το κυβερνητικό παραμύθι της «καθαρής εξόδου» γιατί η Ελλάδα δεν θα είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο και γιατί οι δανειστές θα έχουν όλα τα οικονομικά και θεσμικά μέσα για να συνεχίσουν την εποπτεία. Το περιεχόμενο της νέας εποπτείας θα εξαρτηθεί από τους άγνωστους σήμερα συσχετισμούς στην ΕΕ. Δεν αποκλείεται λοιπόν να κινηθεί στη λογική της «μη μεταρρυθμίσημης χώρας» κι επομένως να αδιαφορήσει για τους όρους που θα εξασφάλιζαν μια διατηρήσιμη ισχυρή ανάπτυξη;
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, έχοντας ξεκινήσει από την αντιμνημονιακή απάτη, έκανε την περιώνυμη πλέον λεβεντοραγιάδικη διαπραγμάτευση για να καταλήξει στην επίσης περιώνυμη κωλοτούμπα. Υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο που με τα τεράστια πλεονάσματα έφερνε σε αντιπαράθεση τη δημοσιονομική εξισορρόπηση με την προοπτική της ανάπτυξης και την ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων και των ανέργων. Μέσα σε αυτό το στενό πλαίσιο αναζήτησε την πορεία του με στόχο να διατηρήσει την εξουσία και να περιορίσει τη φθορά του. Προσπαθεί να υποτάξει βασικούς θεσμούς με βίαιη κομματική επιθετικότητα, φτιάχνει ντιλ με παλαιούς και νέους κατόχους μέσων μαζικής ενημέρωσης, «προστάτευσε» από κάθε εξυγιαντική παρέμβαση τη Δημόσια Διοίκηση και το δημοσιοϋπαλληλικό σώμα, επέλεξε ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής που ενώ πνίγει την ανάπτυξη το διαφημίζει ως «ταξικό» γιατί παίρνει υποτίθεται από τη μεσαία τάξη και τα δίνει στην κατώτερη. Εσχάτως πρόσθεσε υπερηφάνως το επιχείρημα ότι οι «ξένοι» τον θεωρούν πλέον το καλύτερο εργαλείο για την εφαρμογή του Μνημονίου. Γι’ αυτό ίσως τα ηγετικά του στελέχη μοιάζουν να χαίρονται τον ρόλο της περιφερόμενης ΤΙΝΑ. Δεν πρόκειται, θυμίζουμε, για κάποια κυρία, αλλά για το ακρωνύμιο There Is No Alternative (δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος) που έγινε διάσημο την εποχή που κυριαρχούσε ο θατσερισμός.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων; Οτι μετά οκτώ χρόνια κρίσης η Ελλάδα βρίσκεται με ορισμένα θραύσματα θετικών μεταρρυθμίσεων που έγιναν κυρίως υπό την πίεση των ξένων, αλλά που η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να τα ενοποιήσει σε μια συνεκτική λογική αλλαγής, όταν δεν τα αποδυναμώνει, ενώ παράλληλα επιδεινώνει την κατάσταση με οπισθοδρομικές πολιτικές στους εκτός Μνημονίου τομείς (εκπαίδευση, θεσμοί, υγεία, εξωτερική – αμυντική πολιτική).
Ο βαθύτερος όμως κίνδυνος είναι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ να παγιώσει μια οπισθοδρομική κοινωνική – πολιτική «συμμαχία» που θα λειτουργήσει σαν διαρκές βαρίδι για τη χώρα και τις επόμενες κυβερνήσεις. Μια οικονομική ολιγαρχία «διαπλεκόμενη» που βρίσκει καταλληλότερο για τα συμφέροντά της το περιβάλλον ενός «βαλκανικού» τύπου καπιταλισμό εντός ευρωζώνης. Μια απισχνασμένη και φτωχοποιημένη «μεσαία τάξη», βασικά δημοσιοϋπαλληλική, που δεν θα έχει πια τα εφόδια να «μιμηθεί» τις πιο μοντέρνες συμπεριφορές και συνήθειες, όπως ιστορικά έκανε ενισχύοντας τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Λαϊκά στρώματα παγιδευμένα στην αγωνία της επιβίωσης και διαθέσιμα να ξεπουληθούν σαν μισθωτοί και σαν κομματικοί πελάτες για κάθε είδους βοήθημα. Μια πολιτική εξουσία που θα διαχειρίζεται τη στασιμότητα με σκοπό την αυτοσυντήρηση χωρίς κανένα «αίσθημα αποστολής» για την τύχη της χώρας. Μια ψυχολογική ατμόσφαιρα αμοραλισμού και ανορθολογισμού θα είναι το νοσηρό περιβάλλον μιας τέτοιας κοινωνικής – πολιτικής «συμμαχίας».
Το πρόβλημα είναι λοιπόν να προλάβεις και να αντιστρέψεις τη φορά των πραγμάτων. Τώρα μάλιστα που η χώρα μπαίνει σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Οι αντιπολιτεύεσεις έχουν πατήσει ώς τώρα αρκετές πεπονόφλουδες του ΣΥΡΙΖΑ –ιδίως η αξιωματική. Ποντάρισε στη γρήγορη πτώση του, ενώ μετά την αποχώρηση των «λαφαζανικών» ήταν αναμενόμενο ότι το κόμμα θα κρατούσε τη συνοχή του. Την ίδια στιγμή και τελείως αντιφατικά, «ψαρώνει» μπροστά στην επιθετικότητα του ΣΥΡΙΖΑ υπερεκτιμώντας τις δυνατότητές του. Ενστερνίστηκε ασυναίσθητα την εικόνα μιας κοινωνίας δύο τάξεων, της μεσαίας και της χαμηλής, εκχωρώντας σιωπηλά στον Τσίπρα το επιχείρημα ότι εκπροσωπεί τα λαϊκά στρώματα. Σαν από την εποχή του αντιμνημονιακού λόγου, που πράγματι είχε επιρροή σε αυτά, να μην έχει μεσολαβήσει ορυμαγδός κυβερνητικών μέτρων εις βάρος τους. Εστιάζει στην υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, και πολύ καλά κάνει γιατί είναι αφόρητη, αλλά δεν έχει τη δέουσα αγωνία να απευθυνθεί με λαϊκότητα και χωρίς λαϊκισμό στα πιο αδύναμα στρώματα.
Ο πολιτικός – κομματικός λόγος σε αυτή τη χώρα μοιάζει να διατυπώνεται υπό μία προφανώς ψευδή προϋπόθεση: ότι η αναπτυξιακή πολιτική είναι το Μνημόνιο που έγραψαν οι δανειστές και το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει ως μόνο καθήκον να απαλύνει το κόστος και να αναδιανείμει τα ολίγα που περισσεύουν. Και αυτή η εικόνα θα μένει όσο οι αντιπολιτεύσεις δεν καταφέρνουν να φέρουν σε πρώτο πλάνο την προφανή πραγματικότητα ότι η χώρα έχει περάσει τέτοια κρίση που χρειάζεται Ανασυγκρότηση όχι ανάκαμψη. Αυτή θα μπορούσε να είναι και η απάντηση στην αντιστροφή του ερωτήματος του Μαζάουερ: υπάρχουν συγκυρίες που ακόμα και σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης από τα έξω, η εγχώρια ηγεσία μπορεί να εκμεταλλευτεί τα στενά περιθώρια ελευθερίας για να επιδεινώσει τα πράγματα. Για να μη συμβεί αυτό χρειάζεται να έχει δική της αναπτυξιακή στρατηγική και δικό της όραμα για το μέλλον της χώρας, έτσι ώστε να μπορέσει να αξιοποιήσει της ωθήσεις που έρχονται από έξω.
Αυτή την κοινοτοπία την κατάλαβαν άπαντες πλην Ελλήνων. Και ίσως έχει δίκιο ο Δημοσθένης Κούρτοβικ (protagon.gr) όταν λέει ότι η αντιστροφή της πορείας πιθανώς θα αρχίσει όταν στην κοινωνία επικρατήσει το αίσθημα ντροπής για αυτή μας τη μοναδικότητα.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου