«Βλέποντας και κάνοντας»! Ή περίπου. Συνοπτική τομή (και καταθλιπτική παθογένεια) της εθνικής πολιτικής. Οπως και αν αυτή προσδιορίζεται.
Της οποίας το προσδόκιμο δεν υπερβαίνει συνήθως εκείνο της κυβερνήσεως που την χαράσσει και την ασκεί. Που σημαίνει ότι έχει εν πολλοίς ημερομηνία λήξεως! Συνηθέστερα δε, με όρους παραταξιακής λογικής. Και το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό παρά στα επέκεινα.
Εκείνα δηλαδή στα οποία μια τέτοια πολιτική πρέπει κανονικά να στοχεύει. Και τα οποία προπαντός απερίσπαστα να υπηρετεί.
Εν ολίγοις: Πολιτική, εάν όχι «του ποδαριού», τουλάχιστον «δι’ ιδίαν κατανάλωσιν»! Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει προφανώς διασφάλιση εντυπώσεων, πρωτίστως σ’ επίπεδο εκλογικού σώματος. Με σαφώς επικοινωνιακή αντίληψη, αντί στρατηγικής υπερβάσεως, με παραμερισμό στενόκαρδων κομματικών βλέψεων και δογματικών ιδεοληψιών.
Οπόταν: Το μεν «ίδιον όφελος» ως προς αυτό (εάν υπάρξει) μπορεί να προεικασθεί. Αλλά οι συνέπειες ενδέχεται ν’ αποδειχθούν βαρύτερες κι επαχθέστερες (εάν όχι και μοιραίες) στην πέραν περιστασιακών μεγεθών εθνική προοπτική. Γιατί με αυτά τα μείζονα, δεν είναι καθόλου σοφό, ούτε να επιπολαιολογείς ούτε να επιπολαιοπράττεις. Είτε αστόχως δρώντας. Είτε ατυχώς αδρανώντας. Καθώς συνάπτονται προς ευαίσθητα ζητήματα γεωπολιτικής ακεραιότητος και παραμέτρους εθνικής κυριαρχίας.
Οταν μάλιστα η χώρα βρίσκεται (όπως σήμερα) εν κινδύνω. Με ορατή την όμορη κακοβουλία. Και τις απειλές, είτε ως διεκδικητικές προθέσεις είτε ως επιθετικές διαθέσεις.
Αλλωστε: Και η απώτερη και η νωπότερή μας ιστορική διαδρομή οριοθετείται από επάλληλα (κι επαχθή) παθήματα, που έπρεπε να προσπορίζουν αναγκαία κι επαρκή μαθήματα. Και για το προδήλως απευκταίον. Και για το αυτονοήτως δέον. Για ανατασσόμενα κυρίως πάθη κι επαναλαμβανόμενα (με μαζοχιστική διάθεση) λάθη. Με όρους μοιραίων στρατηγικών ελλειμμάτων και ατελεσφόρων αντιστάσεων. Ως αναπαραγωγή διχαστικών υποτροπών και αδυναμίες σωστικών υπερβάσεων. Κι αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο. Είναι τεκμαρτή επισήμανση του εθνικού γίγνεσθαι, όπως αναδιατυπώνει σήμερα τον αρνητικότερο εαυτό του! Οπου: Η μήνις του εμφυλίου είναι «ωσεί παρούσα», ως αποχρώσα αίσθηση κι εύγλωττος δείκτης των πολιτικών συμπεριφορών. Εστω και αν απουσιάζει (ευτυχώς) η αποσαθρωτική εκδοχή του.
Πρωθύστεροι εν πολλοίς προβληματισμοί, μετά το απροετοίμαστο πέρασμα Ερντογάν. Που πήρε (ή χάρηκε) μιαν «από πρώτο χέρι» εμπειρία των ελληνικών παλινδρομήσεων. Κυρίως όμως των έκδηλων αδυναμιών σε συγκεκριμένα θέματα πρώτης γραμμής. Οχι απλώς ως προς τις προσεγγίσεις ζητημάτων –όπως η Συνθήκη της Λωζάννης –αλλά και ως προς τη διαχείριση παραπλεύρων (αλλά σαφώς κρισίμων) παραγώγων της. Ορα Θράκη.
Που άφησε κάποιες τραυματικές εμπειρίες. Οι οποίες δεν έχουν ακόμη επαρκώς αποτιμηθεί. Και των οποίων τα δεινά έκδοχα θα γίνουν αισθητά οσονούπω!
Οπόταν και: Του Ερντογάν αναχωρούντος, αντί να υπολογίζονται τα μικρά ή μεγάλα κέρδη της (καθόλου αβλαβούς) διελεύσεως, αποτιμώνται οι ουλές που ενδεχομένως (ή με βεβαιότητα) προκάλεσε. Ιστορικό μεν αναμφίβολα γεγονός, που έχει προϊστορία ως προς τις σχέσεις των δυο χωρών. Αλλά που ταυτοχρόνως επενεργεί με αρνητικές δυναμικές. Τις οποίες προσδιορίζει (και σιτίζει) ο εθνικιστικός μεγαλοϊδεατισμός της τουρκικής ηγετικής πανίδος εν συνόλω. Οχι δηλαδή μόνο του Ερντογάν με τις υπερφίαλες ονειρώξεις, αλλά και των έναντι του θεματοφυλάκων του κεμαλικού νεοτουρκισμού. Καθώς και οι δυο ανταγωνίζονται με ακόρεστο οίστρο, ακονίζοντας δόντια επεκτατικής βουλιμίας!
Πέραν όμως αυτών των προφανών, εκείνο που ίσως να μην έχει επαρκώς συνειδητοποιηθεί είναι ότι: Και μόνη η φυσική παρουσία του Ερντογάν στη Θράκη συνιστά αφεαυτής τετελεσμένο! Με την έννοια ότι δημιουργεί «προηγούμενο». Δρομολογώντας προοπτικές για παρόμοιες τουρκικές πρακτικές. Οι οποίες ισοδυναμούν με μεθοδεύσεις που παραπέμπουν εν πολλοίς σε στρατηγικές σταδιακής «κυπροποιήσεως». Αυτό να μη θεωρηθεί κινδυνολογική εικοτολογία. Να εκτιμηθεί αντιθέτως ως εύλογος, αν μη τι άλλο, προβληματισμός.