Στους διαδρόμους των νοσοκομείων κυκλοφορούν ζακάρ πουλόβερ, ήσυχες φούστες, λιωμένα κραγιόν κι ασορτί παντοφλάκια. Πολλά. Μονόχρωμα, χρωματιστά, καρό, ριγέ, τα παντοφλάκια βηματίζουν αργά, νευρικά, άσκοπα, βιαστικά. Βηματίζουν και ειδοποιούν ότι ο ορός τελείωσε. Ρωτούν τι ώρα περνάν οι γιατροί. Ζητούν μια πάπια από τη νοσοκόμα.
Στην πτέρυγα ανδρών οι κυρίες με τα παντοφλάκια είναι οι «συνοδοί» του ασθενούς. Αυτές που στην εισαγωγή τρέχουν πίσω από τον τραυματιοφορέα κουβαλώντας σακ βουαγιάζ, σακούλες και το μπουφάν του άντρα τους. Τσεκάρουν εκατό φορές την τσάντα για να βεβαιωθούν αν έχουν το βιβλιάριο υγείας, ΑΜΚΑ, φορτιστή και ψιλά για φιλοδωρήματα. Που δεν κοιμούνται ποτέ. Απλώς παραπαίουν τις νύχτες στις άβολες καρέκλες παρέα με τα βογγητά του θαλάμου.
Την ημέρα εισαγωγής είναι πάντα καλοβαλμένες. Η αποκαθήλωση ξεκινάει το ίδιο απόγευμα και μέρα τη μέρα ολοκληρώνεται. Οι περιποιημένες συνοδοί γίνονται οι κυρίες με τα παντοφλάκια. Γιατί το παπούτσι δεν αντέχεται. Και η ζωή τους επίσης.
Στα νοσοκομεία τις βλέπεις παντού. Κάθονται σε μια γωνίτσα για να μην «είναι στη μέση». Μην ενοχλήσουν ασθενείς, συγγενείς, γιατρούς και νοσοκόμους. Ακουμπούν στο τραπεζάκι τον ξεθυμασμένο καφέ και το χάρτινο κρουασάν του κυλικείου. Μασουλάν αθόρυβα. Μην ενοχλήσουν.
Σιγοψιθυρίζουν με τις άλλες κυρίες με τα παντοφλάκια. Τι έχει ο άντρας σας, τι μου λέτε, αιματοκρίτης πόσο, και θα μείνετε πολύ, οι γιατροί τι σας είπαν, τι να πω, περαστικά, σιδερένιος, ναι έχουμε δυο παιδάκια, κι εσείς, να σας ζήσουν, πριν πάρετε εξιτήριο με το καλό να ανταλλάξουμε κινητά μη χαθούμε.
Και χάνονται.
Οι εξοντωμένες γυναίκες των θαλάμων ντρέπονται να πουν στη νοσοκόμα ότι ο ορός σταμάτησε μην και τους κακομιλήσουν. Περιμένετε κυρία μου, περιμένετε. Η νοσοκόμα είναι κακότροπη. Επίσης είναι άυπνη, διαλυμένη, κακοπληρωμένη ή απλήρωτη σκέτο. Βάλε και την έλλειψη προσωπικού, πόσους να περιθάλψουν, να φροντίσουν, να τους πάρουν πίεση, να δώσουν φάρμακα, να ξεσκατώσουν πόσους ακριβώς; Και να μην κάνουν λάθος. Να μη δώσουν την αγωγή του καρδιοπαθούς στον χειρουργημένο στην κνήμη.
Κάποια ώρα τα νεύρα σπάνε. Οι νοσηλεύτρια με τη συνοδό θα πιαστούν μαλλί με μαλλί. Και δεν θα φταίει καμιά τους.
Τα παντοφλάκια του φόβου σέρνονται πάνω στον διάδρομο διασταυρώνονται με άλλα παντοφλάκια μονόχρωμα, χρωματιστά, καρό, ριγέ. Μπαίνουν στο ασανσέρ που φτύνει βλοσυρούς ανθρώπους. Σκοντάφτουν στο αναπηρικό καροτσάκι. Στήνονται ουρά στο κυλικείο, στο γραφείο κίνησης ασθενών, σε λογιστήρια, ιατρεία, αίθουσες αναμονής κι έξω απ’ τις ανανήψεις. Πάνε, έρχονται, φεύγουν, γυρνάνε, μακραίνουν, πλησιάζουν, πάντα στην ίδια τροχιά, πάντα στο ίδιο καρουζέλ, αγωνία, κούραση, πρησμένα μάτια και στο λαιμό ένας χρυσός σταυρός δώρο των πεθερικών στα «τότε» του αρραβώνα. Τότε που τα παντοφλάκια ήταν γοβάκια. Και τάκα τούκα τα πλακάκια κι όλα ήταν μπροστά τους, όλα ήταν γελαστά και τίποτα μα τίποτα δεν προμήνυε αυτό το τίποτα μα τίποτα που κατάντησε η ζωή τους.
Είναι τα παντοφλάκια του φόβου. Θα περάσει κάποτε ο γιατρός; Θα φτάσουν τα ψιλά για φιλοδώρημα; Θα τους καλύψει το Ταμείο; Θα γίνει καλά; Θα πιάσει η θεραπεία; Θα πετύχει η εγχείρηση;
Θα κοιμηθεί ποτέ;
Θα ξυπνήσει ποτέ;
Βραδιάζει, χαμηλώνουν τα φώτα, κοπάζουν τα βογγητά, στις καρέκλες και ψίθυροι, ο δικός μου ανέβασε πίεση, ο γιος μου ψάχνει δουλειά, η κόρη σας τι σπουδάζει, δύσκολες εποχές, μην το λέτε θα τον βρουν τον δρόμο τους, να τα λέμε μη χαθούμε, με φώναξες Βαγγέλη;
Τρέχουν τα παντοφλάκια του φόβου στο κρεβάτι του πόνου. Κι η ζωή περνάει και χάνεται μάτια μου, μάτια μου. Και δεν αλλάζει τίποτα άλλο εκτός από ένα καινούργιο ζευγάρι παντόφλες.
Θα κοιμηθεί ποτέ;
Θα ξυπνήσει ποτέ;
Θα ζήσει ποτέ;