Μπορεί και να ‘ναι νευρογενής, αλλά και πάλι δεν εξηγείται. Φτωχότεροι από ποτέ και αποκαρδιωμένοι όσο δεν πάει άλλο, κι όμως κανείς δεν λιμπίζεται το περιττό που κάποτε φάνταζε απαραίτητο. Φάνταζε ή ήταν; Οποιος έχει εντοπίσει τη διαφορά, να έρθει εδώ να μου την πει κι εμένα. Προς το παρόν με απασχολούν μόνον τα φαινόμενα και κυρίως εκείνο, που ενώ έχεις λίγα σου φαίνονται κιόλας πολλά. Στωικό ή καταθλιπτικό, τι σημασία έχει; Φιλοκαλούμε μετ’ ευτελείας αλλά δεν το φιλοσοφούμε καθόλου και αυτό είναι που, με το ‘να χέρι μας σώζει από την τρέλα και μετ’ άλλο μας παραδίδει σούμπιτους σ’ αυτήν. Εν τω μεταξύ, γύρω τριγύρω, η επικαιρότητα ξιπάζεται παράγοντας γεγονότα που κανείς δεν μπαίνει στον πειρασμό να καταναλώσει. Ενας υπουργός που σοφάρει το αυτοκίνητο ανθρωποφάγου δικτάτορα, ένας άλλος που μολονότι μαρξιστής – λενινιστής χοροστατεί στο ναό του καπιταλισμού κι ένας πρωθυπουργός που από το Παρίσι ευαγγελίζεται την αιολική ενέργεια ενώ στην Αθήνα ξιφουλκεί κατά των ανεμογεννητριών καβάλα στο γαϊδουράκι του, θα ήταν κάποτε αρκετά για να φέρουν τα πάνω κάτω, αλλά όχι. Η σβούρα έχει πια πλαγιάσει στο ένα της πλευρό και πάει καιρός που δεν στροφάρει καθόλου. Και γιατί να το κάνει άλλωστε; Οσες ανάποδες κι αν πάρει, αδύνατον να διεμβολίσει τα διάσελα που τα ‘χουν φρακάρει με τον κτηνώδη όγκο της αυθαιρεσίας τους κοτζαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες, τραλαλά.
«Η Γαλλία πλήττει» προφήτευσε με πρωτοσέλιδο άρθρο του στη «Le Monde» στις 15/3/1968 ο Πιερ Βιανσόν – Ποντέ, λίγες μέρες πριν ξεσπάσουν οι πρώτες φοιτητικές διαδηλώσεις που άλλαξαν τον ρουν της Γαλλίας και της Ευρώπης κατ’ επέκτασιν. Η δικιά μας όμως είναι άλλο πράμα. Δεν είναι πλήξη να σιγοβράσει και να πετάξει πέρα το καπάκι της προκαλώντας αλλαγές σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο. Θες ο ήλιος, θες, η θάλασσα, θες η πετρελαιοκηλίδα στον Αργοσαρωνικό; Στην Ελλάδα πάντως δεν πλήττουμε ποτέ με την κλασική έννοια του όρου αλλά με μια άλλη που την έχουμε εφεύρει από μόνοι μας. Αμα είναι να πλήξουμε, πλήττουμε κατ’ ευθείαν τον άλλον. Λυπάμαι που το λέω, αλλά η γλώσσα μάς ξέρει πολύ καλύτερα απ’ όσο νομίζουμε και, ορισμένως, μας ξεμπροστιάζει για τα καλά.