Στις αρχές του εικοστού αιώνα στην Ευρώπη, αρχή της μαζικοποίησης της πολιτικής, το Κόμμα αποτελούσε έκφραση εκπροσώπησης συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Βεβαίως ο θεσμός του κόμματος αμφισβητήθηκε από την αρχή.
Ο Ρόμπερτ Μίχελς –αρχικά σοσιαλδημοκράτης και στη συνέχεια θιασώτης της «θεωρίας των ελίτ» –σημείωνε από το 1911 ότι στα δημοκρατικά κόμματα οι μεγάλες διαφωνίες διευθετούνται ολοένα λιγότερο δυνάμει γενικών αρχών ή με τα όπλα της καθαρής θεωρίας και γι’ αυτό εκφυλίζονται γοργά σε προσωπικές έριδες. Σήμερα δε η ιδεολογική διαφωνία χαρακτηρίζεται παντού και πάντοτε ως γκρίνια ή εσωστρέφεια.
Ο φασισμός «εκμεταλλεύτηκε» τη δυσαρέσκεια από αυτή τη λειτουργία των κομμάτων και τα αμφισβήτησε παρουσιαζόμενος ως Κίνημα που εκπροσωπεί τις μάζες στον αγώνα τους κατά των ελίτ. Η Χάνα Αρεντ αναλύοντας τον ολοκληρωτισμό ισχυριζόταν ότι αυτός εμφανίζεται εκεί που οι τάξεις μετατρέπονται σε μάζες, τα κόμματα σε «Κίνημα» και η δημοκρατία σε «λαό». Αυτή ήταν η πρώτη, προπολεμική, φάση αμφισβήτησης του ρόλου των κομμάτων.
Η δεύτερη ξεσπά μετά τη δεκαετία του ’70. Τότε κάποια αριστερά ριζοσπαστικά κόμματα, εμπνεόμενα από την αντίθεσή τους στη φιλελεύθερη δημοκρατία και όχι στις δυσλειτουργίες της, άρχισαν να αυτοπροσδιορίζονται ως Κινήματα. Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν ισχυρίζεται ότι «η πρωτοκαθεδρία της έννοιας του κινήματος συνίσταται στο ότι αποπολιτικοποιεί την έννοια του λαού». Λάθος. Ο όρος Κίνημα υπερπολιτικοποιεί την έννοια του λαού και αποπολιτικοποιεί τις έννοιες «τάξη» και «Μεταρρύθμιση». Τα Κόμματα εκφράζουν ταξικά συμφέροντα στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τα «Κινήματα» εκφράζουν τις «μάζες» και τη δημοψηφισματική ή τη δήθεν «συμμετοχική» δημοκρατία. Στρώνεται έτσι ο δρόμος στον εθνολαϊκιστικό οίστρο ορισμένων. Ας θυμηθούμε εδώ την άποψη του κ. Τσίπρα για τη δημοκρατία ως «διαρκή αγώνα για να ξαναβάλουμε τις μάζες στο πεδίο της πολιτικής πάλης». Οχι τυχαία ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε Συνασπισμός, μετά τη Γένοβα (2001) και ιδιαίτερα μετά τον Δεκέμβριο του 2008 από ανανεωτικό αριστερό κόμμα διολισθαίνει σε ριζοσπαστικό Κίνημα.
Η τρίτη φάση αμφισβήτησης των κομμάτων εμφανίζεται μετά το 1990 και έχει ορθοφιλελεύθερο πρόσημο. Αναδεικνύονται εδώ σημαντικές φιλελεύθερες αξίες όπως η διαβούλευση, η αποκέντρωση, η επιμόρφωση, οι πολλαπλές ταυτότητες, η ηλεκτρονική δικτύωση κ.λπ., αλλά αμφισβητείται το «υπερφορτωμένο» κράτος και η λειτουργία των κομμάτων ως φορέων του (δεν χρειάζονται ανώτατα εκλεγμένα όργανα, οργανώσεις βάσεις, ιδεολογική ζωή κ.λπ.). ΜΚΟ αντί κομμάτων δηλαδή. Ετσι επιστρέφουμε στον Λόρεντς φον Στάιν (επηρέασε τόσο τον Μαρξ όσο και τον Καρλ Σμιτ), ο οποίος το 1850 αντιπαράθεσε το Κίνημα στο Κράτος. Αλλά και στη δημοκρατία και στα κόμματα, θα πρόσθετα, όπως αποδείχθηκε πολλές φορές. Δεν είναι παράδοξο που υπάρχουν φιλελεύθεροι πολιτικοί, οι οποίοι δεν είναι κατ’ ανάγκη και δημοκράτες.
Τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ως εκπρόσωποι ταξικών θέσεων τάσσονταν πάντα με τη μεριά του Κόμματος και κατά του Κινήματος, με τη μεριά της Μεταρρύθμισης και κατά της Αλλαγής ή της Ανατροπής. Οι σοσιαλδημοκράτες δεν είναι αριστεροί εθνολαϊκιστές ριζοσπάστες ούτε ορθοφιλελεύθεροι.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος