Η σύντομη απάντηση: ναι, είναι. Σαράντα τρία χρόνια μεταπολιτευτικής δημοκρατίας αποδεικνύουν ότι ο λαϊκισμός με μικρά διαλείμματα, μόνο και μόνο για να γεμίσει ξανά τις μπαταρίες του, είναι σταθερά τροπαιοφόρος. Απομένουν λοιπόν ακόμη καμιά πεντακοσαριά λέξεις για να ασχοληθούμε με το κατ’ εξοχήν ενοχλητικό ερώτημα: γιατί είναι; Η απλοϊκή προσέγγιση μάς λέει το αυτονόητο. Από τη στιγμή που η δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου ιδεατά η πλειοψηφία επιβάλλει τη θέλησή της (με σεβασμό της μειοψηφίας, βεβαίως βεβαίως, μολονότι στην πατρίδα μας κάτι τέτοιο δεν εξυπακούεται πάντοτε) και ο λαϊκισμός είναι αρεστός στην πλειοψηφία, προκύπτει ως φυσικό επακόλουθο η επικράτηση των λαϊκιστών. Πρόκειται για παραπλανητική απάντηση και στην ουσία για αντικατάσταση του ερωτήματος πάλι με ερώτημα: γιατί ο λαϊκισμός είναι αρεστός στην πλειοψηφία; Μήπως επειδή κάνει τη δουλειά του, εκπληρώνει τις υποσχέσεις του, είναι αυτό που θα λέγαμε λειτουργικός; Εδώ δεν χρειάζεται να απαντήσουμε. Αρκεί να βάλουμε τα γέλια.
Ο λαϊκισμός εδράζεται σε μια αρχή τόσο πρωτόγονη και αφελή ώστε μπορεί να γίνει κατανοητή και από ένα νήπιο –οι κακεντρεχείς θα σας έλεγαν, μάλιστα, ότι η επιτυχία του λαϊκισμού προϋποθέτει πολίτες με νηπιακή σκέψη. Επίτιμος διδάκτορας του λαϊκισμού ανά την υφήλιο είναι ο Πάουλο Κοέλιο. Από το Μπουένος Αϊρες έως την Καλκούτα, όλοι γνωρίζουν πλέον ότι, εάν θέλεις πολύ κάτι, το σύμπαν συνωμοτεί για να το πραγματοποιήσεις. Μιλάμε για μια μπαρούφα συμπαντικών διαστάσεων –εξού και το ανεπανάληπτο σουξέ της. Πράγματι οι περισσότεροι ψηφοφόροι, όχι μονάχα στην πατρίδα μας, θεωρούν τη ψήφο τους ως μια μορφή αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Τη δίνουν σε εκείνον τον πολιτευτή που θα τους πείσει, όχι για την ορθότητα των δικών του απόψεων, αλλά για την ειλικρίνεια (βλέπε, υποκρισία) και τη βαθύτητα (βλέπε, ρηχότητα) με τις οποίες ενστερνίστηκε τις δικές τους απόψεις / εμμονές / προκαταλήψεις / βλακείες. Ψηφίζουμε το είδωλό μας στον καθρέφτη και, για όσον καιρό θα το ψηφίζουμε, ο λαϊκισμός θα παραμένει αήττητος.
Σε μία κατ’ ιδίαν συζήτησή μας, έναν μήνα πριν παραιτηθεί από πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ο Αντώνης Σαμαράς μού είχε πει ότι στην πολιτική μπορείς να προσάψεις σφάλματα στους πάντες, εκτός από το ίδιο το εκλογικό σώμα. Μολαταύτα, το να πιστεύεις ή να προσποιείσαι ότι πιστεύεις πως το εκλογικό σώμα είναι πάντοτε αθώο του αίματος, σε οδηγεί στην ανάγκη να το χαϊδολογείς σαν εσαεί ανώριμο νήπιο, να το κανακεύεις με λογικούς ακροβατισμούς που δεν κολακεύουν ούτε τη νοημοσύνη του, ούτε την ανυστεροβουλία σου. Προχτές, στο 11ο Συνέδριο του κόμματός του, ο Σαμαράς επιχείρησε να θωπεύσει το πολυσυλλεκτικό του ακροατήριο και να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, τον συντηρητισμό με τον φιλελευθερισμό, ως κοινή κομματική κληρονομιά. Η συμβατότητα των δύο αντίρροπων ιδεολογικών ρευμάτων τον οδήγησε σε αφορισμούς όπως: «η Ορθοδοξία δεν είναι μια απλή θρησκευτική επιλογή. Είναι η ταυτότητά μας». Είναι συμβατή, άραγε, αυτή η συντηρητική αντίληψη με τη φιλελεύθερη αντίληψη ενός κοσμικού κράτους που σέβεται όλες τις θρησκείες, αλλά δεν υιοθετεί καμία; Ο Στέλιος Ράμφος, εμβριθής μελετητής της Ορθοδοξίας (νεο-ορθόδοξος και ο ίδιος κάποια εποχή), απάντησε πρωθύστερα στη δική του ομιλία: «Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου η Εκκλησία; Είναι ανωμαλία δομική αυτό το πράγμα». Στα αυτιά των λαϊκιστών, όμως, «ανώμαλος» είναι ο ορθός λόγος.
Θα μπορούσε κάποτε να κατατροπωθεί ο λαϊκισμός; Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, στο ίδιο Συνέδριο, πρότεινε ένα τέχνασμα, ανάλογο με τον δούρειο ίππο του Οδυσσέα: μια θελκτική ρητορική με λαϊκιστική λεοντή αλλά ορθολογιστικό περιεχόμενο. Προσυπογράφω, παρότι δεν αισιοδοξώ. Οι ψηφοφόροι οσφραίνονται ποιος είναι αυθεντικός λαϊκιστής και ποιος απατεώνας.