Η αβεβαιότητα για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, αλλά και υπερφορολόγηση φαίνεται ότι διαμόρφωσαν ένα ζοφερό για την επιχειρηματικότητα περιβάλλον με αποτέλεσμα να εμφανίζεται μειωμένος ο αριθμός όσων τολμούν να μπουν στον επιχειρηματικό στίβο. Από περιγράφει η έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) που δημοσιοποιήθηκε χθες .

Η ετήσια έκθεση για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, που καταρτίζει από το 2003 το ΙΟΒΕ, επισημαίνει σημαντική υποχώρηση του ποσοστού των ατόμων που βρίσκονταν στα αρχικά στάδια έναρξης μιας νέας επιχείρησης και συγκεκριμένα το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας μεταξύ 18-64 ετών που βρισκόταν το 2016 σε αρχικά στάδια επιχειρηματικής ενεργοποίησης, συμπεριλαμβανομένης και της αυτοαπασχόλησης, υποχώρησε στο 5,7% από 6,7% το 2015.

Η γυναικεία επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων μειώθηκε στο 4,8% από 6% το 2015, ενώ στους άνδρες μειώθηκε σε 6,6% από 7,5% το 2015. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ πρόκειται για μία από τις χαμηλότερες διαχρονικά επιδόσεις στην Ελλάδα.

Παράλληλα το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει πως έχει προχωρήσει σε διακοπή ή αναστολή της επιχειρηματικής του δραστηριότητας το 2016 ανέρχεται πλέον στο 3,8% του πληθυσμού (περίπου 260 χιλιάδες άτομα), υψηλότερα από το αντίστοιχο ποσοστό του 2015 (3,0%) με το 70% να σημειώνουν ως το βασικότερο λόγο διακοπής ή αναστολής λειτουργίας της επιχείρησης τους την έλλειψη κερδοφορίας.

Το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα παραμένει δυσμενέστερο σε σύγκριση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες καινοτομίας. Η χαμηλή δυναμική της ελληνικής επιχειρηματικότητας ερμηνεύεται απο το ΙΟΒΕ σε ένα βαθμό από τις επιπτώσεις της κρίσης, κυρίως όμως οφείλεται σε δομικές και διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας που σχετίζονται με τη γραφειοκρατία, το ασταθές φορολογικό πλαίσιο, αλλά και τη μη διαθεσιμότητα ή μη αποτελεσματική λειτουργία μηχανισμών προώθησης και υποστήριξης της επιχειρηματικότητας.

Εγχείρημα από ανάγκη

Σε αυτό το περιβάλλον οι τέσσερις στους δέκα επιχειρηματίες αρχικών σταδίων ξεκίνησαν το επιχειρηματικό του εγχείρημα από ανάγκη, ενώ το 36,1% το έκαναν καθώς διέκριναν κάποια επιχειρηματική ευκαιρία. Ωστόσο αν εξετάσει κανείς το μέσο όρο άλλων ευρωπαϊκών χωρών που ανήκουν στην ομάδα της καινοτομίας (που ανήκει και η Ελλάδα), η επιχειρηματικότητα ευκαιρίας κινείται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα (55,8%), ενώ η επιχειρηματικότητα ανάγκης βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα (22,8%).

Πάντως η έρευνα έδειξε ότι σχεδόν ο ένας στους τρεις επιχειρηματίες έχει τουλάχιστον ένα πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με το 7,8% μάλιστα να διαθέτει και μεταπτυχιακή ειδίκευση. Σε κλαδικό επίπεδο, διατηρείται υψηλό το ποσοστό όσων επέλεξαν να δραστηριοποιηθούν στον πρωτογενή τομέα (7,7% το 2016) ενώ τo 2,9% δήλωσαν πως διαδραμάτισαν ρόλο άτυπου επενδυτή για τη χρηματοδοτική υποστήριξη μιας επιχειρηματικής πρωτοβουλίας άλλων, ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο από το 2015 ενώ ποσοστό της τάξης του 84% των άτυπων επενδυτών όμως αποτελούν μέλη του στενότερου ή ευρύτερου οικογενειακού κύκλου του νέου επιχειρηματία.

Τέλος, σχεδόν το 30% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων το 2016 φαίνεται να μην απασχολεί εργαζομένους στο νέο του εγχείρημα, ενώ τρεις στους πέντε απασχολούν έως πέντε άτομα. Τα νέα εγχειρήματα φαίνεται τελικά να είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις με τη μια στις τρεις να απευθύνονται αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά. Ωστόσο για πρώτη φορά όσες επιχειρήσεις εξάγουν ενισχύουν την έκταση των εξαγωγών και η έντασή τους, καθώς το ποσοστό όσων εξάγουν πάνω από το 25% του κύκλου εργασιών τους για πρώτη φορά ξεπερνά το 70%.