Προέρχονται από την παράδοση, αλλά συνεχίζονται ως έμπνευση στο παρόν και το μέλλον. Την καταγωγική τους διάσταση αναλαμβάνει να θυμίσει ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος μεταγράφοντας κάλαντα και παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα τραγούδια από τον Πόντο, την Κρήτη, τη Θράκη, τα Δωδεκάνησα, τα Επτάνησα και άλλα μέρη. Στην παράσταση του Μεγάρου Μουσικής συμμετέχει η Ξένια Καλογεροπούλου, για την οποία σημειώνει ο συνθέτης «ήταν η πρώτη σκέψη όταν θέλησα να εντάξω στην παράσταση τη διήγηση ελληνικών παραμυθιών». Τη διάρκειά τους θυμίζουν με τη δική τους σειρά πέντε νέοι συνθέτες οι οποίοι έγραψαν νέους σκοπούς για την παράσταση «Να τα πούμε;» στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Απευθυνθήκαμε στον Γιάννη Μαρκόπουλο για να περιγράψει τη δική του παράσταση.

Ποιο στοιχείο διαμόρφωσε τη σχέση σας με τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα;

Από τα παιδικά μου χρόνια τραγουδούσα τα κάλαντα στις γιορτές των Χριστουγέννων μαζί με τους συμμαθητές μου και τους φίλους μουσικούς της Φιλαρμονικής της Ιεράπετρας όπου μεγάλωσα. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι κρατώντας ένα καραβάκι στολισμένο και ένα καλαθάκι. Συνοδεύαμε αυτές τις υπέροχες μελωδίες με βιολί, ακορντεόν, φλογέρες, φυσαρμόνικα, διάφορα τυμπανάκια και τριγωνάκια. Μαθαίναμε τα νέα, κουβεντιάζαμε με τους μεγάλους και νιώθαμε τους αρμούς των κοινωνικών τάξεων ενώ παράλληλα με την ομορφιά της μουσικής στα κάλαντα και με τα τροπάρια της εκκλησιαστικής λειτουργίας στο νου μου φάνταζε μια κοινωνία – παράσταση δίχως συναγωνισμό.

Γράψατε ποτέ δικά σας κάλαντα;

Θέλησα να γράψω κι εγώ κάλαντα με θέμα τη γέννηση του Χριστού. Πήγαμε όλη η παρέα να το παίξουμε στους ψαράδες. Το άκουσαν και μετά είπαν: Kαλό είναι. Παίξτε μας όμως και τα κάλαντα αφού είναι γιορτή. Τη μελωδία αυτή αργότερα χρησιμοποίησα στο τραγούδι “Μαλαματένια λόγια”. Αλλά πρωτότυπα κάλαντα δεν έχω γράψει ποτέ. Θέλω όμως να σας πω ή μάλλον να αποκαλύψω ότι το υπέροχο τραγούδι “Χιόνια στο καμπαναριό” που έχω περιλάβει στην παράσταση, δεν είναι γερμανικό όπως από άγνοια θεωρείται αλλά ελληνικότατο. Γράφτηκε από τον ταλαντούχο θεσσαλονικιό συνθέτη και άριστο μουσικό (έπαιζε όμποε σε συμφωνική ορχήστρα) Ευάγγελο Καραηλία (1900-1975) πάνω σε στίχους του ποιητή Στέλιου Σπεράντζα (1888-1965).

Πώς επιδρά η επιστροφή σε αυτό το αθώο κομμάτι της μνήμης σας;

Δεν είναι επιστροφή. Είναι η νέα δημιουργική πορεία προς το μέλλον. Δεν είναι απομιμήσεις σε μικρογραφία η αλληλοδιαδοχή των μουσικών γεγονότων στη συνθετική δύναμη του δημιουργού. Δεν εστιάζει στην αθωότητα η νέα γνώση ενός παλαιού γεγονότος που τυχαίνει να είναι διαχρονικό, αλλά εστιάζει στον επιστημονικό τομέα που εξακολουθεί να μας προικίζει με ενεργά συμβάντα.

Το γεγονός ότι γίνατε παππούς σάς έκανε να δείτε ξανά εκείνη την περίοδο της ζωής σας;

Εχει και νοσταλγία όπως συμβαίνει με όλους μας. Εχει όμως και έμπνευση και επιστήμη, που είναι χρήσιμες ιδιαίτερα σ’ αυτήν την εποχή όπου το Διαδίκτυο και η ψηφιακή υπερβολή αρκετές φορές δεν υπολογίζουν διαχρονικά και στέρεα δεδομένα. Οι παραστάσεις είναι αφιερωμένες σε όλα τα παιδιά αλλά και στα εγγόνια μου Αθηνά και Θανάση. Στον υπέροχο και υπερβατικό κόσμο τους. Εναν κόσμο που τον αναζητούμε μέχρι το τέλος μας.

«ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ;» Θεατρική παράσταση, συναυλία, αλλά και μια ιστορία σαν παραμύθι που γεννήθηκε πριν από 2.017 χρόνια. Αναλαμβάνουν να την φέρουν σε πέρας οι ερμηνευτές Χάρης Ανδριανός, Νεφέλη Λιούτα, Φοίβος Ριμένας, Φένια Χρήστου, οι συνθέτες Αγγελος Αγγέλου, Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης, Νεφέλη Λιούτα, Γιώργος Χατζηπιερής, Φένια Χρήστου, ο σκηνοθέτης Ηλίας Καρελλάς και ο αφηγητής Μανώλης Μαυροματάκης. Οσοι δηλαδή στήνουν την παράσταση «Να τα πούμε;» με παλιά και νέα κάλαντα και μια χριστουγεννιάτικη ιστορία διά χειρός Γιώργου Κοροπούλη. «Είχα το πλεονέκτημα πως ό,τι και να έγραφα θα το έσωζε επί σκηνής ο Μανώλης Μαυροματάκης, που αφηγείται αυτήν την ιστορία. Παρ’ όλ’ αυτά προσπάθησα να κάνω κάτι που να στέκει, να μην πλήξουν δηλαδή οι ακροατές, που θα είναι κυρίως παιδιά –το πιο ευαίσθητο και άξιο σεβασμού και προσοχής κοινό. Σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα λοιπόν, πατώντας σε άλλην παράδοση, του Σαχλίκη και του Δαπόντε, προσπάθησα να γράψω την ιστορία ενός ανθρώπου που ξαναγίνεται παιδί, ανασυγκροτώντας τη συνθήκη που κατά βάθος προϋποθέτουν τα κάλαντα. Θα δείτε, θ’ ακούσετε και θα κρίνετε», λέει ο Κοροπούλης.

Δίπλα στις παραδοσιακές «πειραγμένες» μελωδίες υπάρχουν και οι καινούργιες των νέων συνθετών.

Δεν είναι όμως παρακινδυνευμένο να συνθέσει κανείς για ένα έθιμο που είναι συνδεδεμένο με ήχους τόσο βαθιά ριζωμένους στην πολιτισμική συνείδηση;

Οπως λέει ο Γιώργος Χατζηπιερής «όχι μόνο είναι παρακινδυνευμένο, αλλά θρασύ και υπερφίαλο. Στην ακραία του μορφή θα ήταν το να γράψουμε νέους εκκλησιαστικούς ύμνους, δηλαδή να αναμετρηθούμε με την απόλυτη στιχουργία και μελωδία. Πλην όμως με αυτή την προσπάθεια δεν πιστεύω κανείς μας να φιλοδοξεί να υποκαταστήσει τα “θεσμοθετημένα” κάλαντα και χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Απλά και ανεπιτήδευτα, δίνουμε τη δική μας εκδοχή στα γεγονότα του δωδεκαημέρου».

Από τη δική της πλευρά, η Νεφέλη Λιούτα προσπάθησε να διατηρήσει στη δική της συνθετική γραμμή την παραδεδομένη πρακτική. «Επιχείρησα να προσθέσω και να δημιουργήσω τη δική μου εκδοχή και μορφή με πηγή το σήμερα μεν, μπολιασμένο με ιστορίες και πανάρχαια συναισθήματα».

INFO

– «Τα κάλαντα» του Γιάννη Μαρκόπουλου, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη , στις 21, 22/12, τηλ. 210.7282333

-«Να τα πούμε;», Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Λ. Συγγρού 107-109, τηλ. 210.9005800 στις 22, 23/12,

στις 18.00