Τον Βασίλη Μπεσκένη δεν τον γνώριζα προσωπικά. Αλλά με τον ιδιόμορφο τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα που εμφανίζονται στην τηλεόραση «επεμβαίνουν» στη ζωή μας, με ξυπνούσε κάθε πρωί αφού, μόλις ανοίξω τα μάτια μου, πατάω το τηλεκοντρόλ. Οπως τον άκουγα, αγουροξυπνημένη συνήθως, δεν τον είχα απολύτως αποκωδικοποιήσει. Γενικά και αόριστα, μου ήταν συμπαθής. Οταν όμως έμαθα προχθές για τον αιφνίδιο θάνατό του έμεινα αποσβολωμένη. Για πολλές ώρες. Χωρίς να είναι, οπωσδήποτε, η οδύνη που θα μου προκαλούσε ο χαμός ενός δικού μου προσώπου.
Οταν χάνεις έναν φίλο ή συγγενή, έναν συνεργάτη που είχες καθημερινή επαφή, ο πόνος της προσωπικής απώλειας, το πώς μπορεί να διαταράξει τη δική σου καθημερινότητα, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για τη σημειολογία του θανάτου και των, κατά περίπτωση, συνθηκών του. Ενας «μακρινός» θάνατος όμως με τον οποίο δεν έχεις συναισθηματική εμπλοκή, έτσι όπως τον αντικρίζεις από απόσταση μέσα στο γενικό πλαίσιο της ζωής, έχω την εντύπωση ότι σου δίνει πιο ανάγλυφη την αίσθηση της ευθραυστότητας. Αυτό το «σήμερα είσαι, αύριο δεν είσαι» που λέμε συχνά αλλά σπάνια συνειδητοποιούμε την αλήθεια του. Το να βαφτίσεις το πρωί το παιδί σου, να πέσεις το βράδυ να κοιμηθείς και την άλλη μέρα να μην ξυπνήσεις μοιάζει με πολύ κακή φάρσα που σου υπενθυμίζει ότι ο καθένας από εμάς είναι πιθανός στόχος του αναπάντεχου. Καταργεί βεβαιότητες και καβάντζες. Την άλλη μέρα βέβαια θα τις ξαναβρείς γιατί, χωρίς αυτές, η ανθρώπινη ψυχή δεν μπορεί να ανασάνει. Εστω και για λίγο όμως, δεν σε παρηγορεί ούτε η καραγάτσειος ρήση ότι οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου, κάτι που μπορεί, ωστόσο, να σε ανακουφίσει στις «κοντινές» απώλειες.