Με διαφορετικά προβλήματα εκκινούν τα πολιτικά κόμματα σε μια νέα χρονιά που μπορεί να είναι εκλογική και προσαρμόζουν ανάλογα τη στρατηγική τους αναλύοντας όχι μόνον τα ποσοτικά αλλά πρωτίστως τα ποιοτικά ευρήματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων. Εάν οι εκλογές γίνονταν το αμέσως επόμενο διάστημα, μπορεί το αποτέλεσμα να δείχνει ότι έχει κριθεί πριν καν την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου, αλλά ο στόχος της αυτοδυναμίας δεν θα είχε επιτευχθεί για τη ΝΔ.

Οπως, συνακόλουθα, και ο στόχος του ΣΥΡΙΖΑ για μια πορεία ανατροπής του δημοσκοπικού σκηνικού ή για μια περιορισμένη ήττα. Για το Κίνημα Αλλαγής η τρίτη θέση και το διψήφιο εκλoγικό ποσοστό μπορεί να επιτυγχάνεται δημοσκοπικά σήμερα, αλλά αποτελεί στοίχημα εάν θα αντέξει στη συνέχεια, ειδικά μάλιστα όταν η πολιτική πόλωση κυριαρχήσει. Για την Ενωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη και τους Ανεξάρτητους Ελληνες του Πάνου Καμμένου ο δρόμος της νέας εισόδου στη Βουλή δείχνει σε όλες τις τελευταίες μετρήσεις ανηφορικός.

ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.

Οι δυο βασικές δημοσκοπήσεις που προβλήθηκαν τον τελευταίο μήνα, της Μetron Αnalysis για «ΤΑ ΝΕΑ» και του Πανεπιστημίου Μακεδονίας για τον Σκάι, αποτύπωσαν παρόμοια εικόνα: σε διψήφια ποσοστά η διαφορά μεταξύ των δυο κομμάτων εξουσίας, σημαντική άνοδος του Κινήματος Αλλαγής, εκτός Βουλής οι ΑΝΕΛ ενώ η αδιευκρίνιστη ψήφος κυμαίνεται μεταξύ 10% και 15%. Μια διαφορετική εικόνα εμφάνισε η δημοσκόπηση της Κάπα Research («Εθνος»), η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ προβάλλει ως συμπέρασμα ότι η εκλογική μάχη εξελίσσεται σε ντέρμπι. Το αποτέλεσμα πιθανόν να προκύπτει από το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου, το οποίο η εταιρεία καταγράφει στο υπεραυξημένο 25,8%.

ΤΑ ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.

Σε κάθε περίπτωση τα προβλήματα για τους δύο μονομάχους είναι υπαρκτά και προκύπτουν από την ανάγνωση των ποιοτικών στοιχείων των δημοσκοπήσεων.

Ειδικότερα:

Η ΝΔ έχει εξαντλήσει εν πολλοίς τα περιθώρια συσπείρωσης των ψηφοφόρων της (86,5% σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) και κατά συνέπεια, εφ’ όσον ο στόχος δεν είναι μόνον η εκλογική πρωτιά αλλά η αυτοδυναμία, θα πρέπει να γίνει υπέρβαση των ποσοστών που σήμερα εμφανίζει στην πρόθεση ψήφου μέσα από την προσέλκυση νέων ψηφοφόρων από άλλους ιδεολογικούς και πολιτικούς χώρους. Με τα ποσοστά καθηλωμένα ή ελαφρώς μειωμένα κατά την τελευταία περίοδο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να κινηθεί με μια αξιόπιστη πολιτική πρόταση εξουσίας και να απευθυνθεί στο 36,5% των πολιτών (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) που δηλώνει μεν ότι δεν είναι ικανοποιημένο, «αλλά δεν υπάρχουν καλύτερες εναλλακτικές».

Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την παροχολογία και την επιλογή της πόλωσης που ακολουθεί ο Αλέξης Τσίπρας, δεν κατορθώνει να συσπειρώσει ιδιαίτερα την κομματική του βάση (μόλις 48% είναι ο σχετικός δείκτης στην έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας) και έχει διαρροές προς κάθε κατεύθυνση. Αντίπαλός του είναι επίσης ο υψηλός δείκτης απαισιοδοξίας των πολιτών, γεγονός που σηματοδοτεί την έλλειψη εμπιστοσύνης στην παρούσα κυβέρνηση να δώσει λύσεις στα προβλήματά τους.
Το Κίνημα Αλλαγής προσεγγίζει ψηφοφόρους που είχαν επιλέξει να απέχουν στις εκλογές του 2015, όπως σημείωσε στην πρόσφατη ανάλυσή του ο επικεφαλής της Μetron Αnalysis Στράτος Φαναράς, αλλά το στοίχημα για τη Φώφη Γεννηματά είναι να διατηρήσει τη συνοχή αυτού του φορέα και να επαναπατριστούν πολλοί από εκείνους που επέλεξαν σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις να μετακινηθούν κατά βάση προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Σύμφωνα με την πλειονότητα των ερευνών, η εκλογική πρωτιά –εφόσον η κατάσταση παραμείνει όπως είναι σήμερα –έχει κριθεί. Τα ποσοστά θα είναι εκείνα που θα παίξουν τον ρόλο τους για την επομένη της εκλογικής αναμέτρησης και από αυτά θα κριθεί εν πολλοίς η ταυτότητα της νέας κυβέρνησης με ή χωρίς συνεργασίες.