Ψυχή και μυαλό επί μισόν αιώνα μιας από τις πλέον ιστορικές γκαλερί των Νέων Μορφών, ιδρύτρια της Art Athina και εκ των δημιουργών του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης, η Τζούλια Δημακοπούλου αποκαλύπτει μια κρυφή πτυχή της πολυδιάστατης προσωπικότητάς της: εκείνη της ζωγράφου. Και μοιράζεται αναμνήσεις από την πορεία της στην περιπέτεια της τέχνης.

Η ζωγραφική μπήκε στη ζωή μου ίσως μέσα από τα βιβλία διότι έχω στενή σχέση με το διάβασμα. Και κάπως έτσι αποφάσισα να δοκιμάσω κι εγώ. Παρακολούθησα το φροντιστήριο του Σαραφιανού, αλλά δεν κατάφερα να περάσω στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών κι έτσι αναγκάστηκα να πάω στο εξωτερικό, πρώτα στο Παρίσι κι ύστερα στην Ιταλία, που ήταν πιο προσιτή οικονομικά για τα δεδομένα του πατέρα μου, που ήταν δικαστικός.

Στην αρχή είχα μερικές ιδέες στη γλυπτική διότι πίστευα ότι είναι η τέχνη που εκφράζει την τελειότητα. Ο θαυμασμός μου για την κλασική γλυπτική πρέπει να σας πω ότι παραμένει αμείωτος. Ωστόσο στράφηκα στη ζωγραφική από ευκολία, αν και μπορεί να διακρίνει κανείς, όπως μου λένε, την τάση μου στη γλυπτική όταν αποδίδω βράχια.

Προτιμώ τα ακρυλικά χρώματα διότι στεγνώνουν γρήγορα, έχουν μια διαφάνεια και μου δίνουν τη δυνατότητα να επανέρχομαι και να τα ξαναδουλεύω, δημιουργώντας ένα παλίμψηστο που με γοητεύει. Ωστόσο επειδή επανέρχομαι δεν ξέρω πότε άρχισα ένα έργο και πότε το τελείωσα. Επειδή δεν είχα σκοπό να κάνω καριέρα ζωγράφου κι εκθέσεις, είχα την πολυτέλεια να τα αφήνω να ωριμάζουν.

Τώρα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να δείξω αυτά τα έργα. Εχουν αυτόνομη ζωή και θέλανε να φανούν. Ηρθε η στιγμή τους. Κι είπα να το διασκεδάσω και να είμαι εγώ που κάνω την έκθεση, να μην την κάνουν άλλοι, μετά θάνατον, για μένα. Δεν τα πουλάω όμως. Δεν μπορούν να έχουν αυτά τα έργα τιμή διότι δεν είμαι γνωστή ζωγράφος. Αλλωστε δεν αισθάνομαι ότι ανήκουν σε μένα. Εχουν δική τους οντότητα.

Μόνο πολύ λίγοι στενοί φίλοι γνώριζαν ότι ζωγραφίζω κι αρκετοί από εκείνους δεν είχαν δει τη δουλειά μου διότι το εργαστήριό μου βρίσκεται στον Ευβοϊκό Κόλπο και δεν είναι εύκολο να έρθει κάποιος. Είναι μια περιπέτεια. Ο Γιάννης Αδαμάκος και ο Γιάννης Μιχαηλίδης τα είχαν δει, όχι πολύ πρόσφατα, τα είχαν βρει ενδιαφέροντα και με παρότρυναν να τα εκθέσω.

Ζωγραφίζω κυρίως τοπία, παλαιότερα –όταν είχα δείξει άλλη μια φορά τη δουλειά μου το 1999 –είχα κάνει και πορτρέτα. Ομως προτιμώ να αποτυπώνω το δάσος, για παράδειγμα, διότι κρύβει μια ολόκληρη ζωή, με δέντρα, πουλιά, ζώα…Δεν ξέρω αν αγάπησα ή αν αναμετρήθηκα με τη φύση. Ξέρω ότι με γοητεύει η απειρία των μορφών. Κι αναρωτιέμαι: για ποιον έγιναν όλα αυτά τα ωραία;

Ζωγραφίζω παραστατικά αν και στο ξεκίνημα της γκαλερί στήριξα την αφαίρεση. Αν το σκεφτεί κάποιος ευρύτερα όμως, όλη η ζωγραφική είναι αφαιρετική. Τα έργα που είναι πολύ ρεαλιστικά δεν με ενδιαφέρουν. Αντί για αυτά προτιμώ μια ωραία φωτογραφία. Είναι ωραίο να υπάρχει λίγο μυστήριο, λίγη ασάφεια, διότι κι αυτό που θες να πεις δεν είναι τόσο ξεκάθαρο πάντα. Είναι ένα μείγμα μυαλού και συναισθημάτων.

Καλό έργο είναι εκείνο που συνεχίζει να μου αρέσει και το οποίο έχει μια προοπτική πέρα από αυτό που απεικονίζει. Δεν έχω κρατήσει έργα που δεν έχω εγκρίνει. Κατέληγαν στο τζάκι.

Μπορεί πολλοί να έκαναν διαφορετικούς συνειρμούς με αφορμή τον τίτλο της έκθεσης «Μνήμες», αλλά ουσιαστικά παραπέμπει στο γεγονός ότι ζωγραφίζω χωρίς να έχω το τοπίο απέναντί μου, χωρίς να έχω κάνει σχέδια ή να το έχω φωτογραφήσει. Ο,τι με συγκινεί επιστρέφει στη μνήμη μου.

Η διάθεση να κάνω την έκθεση είναι μια τάση αυτογνωσίας. Πιστεύω ότι ο καθένας μας πρέπει να σταματά κάποια στιγμή και να κοιτάζει τι έχει, ποιος είναι, για να μπορέσει να δει το επόμενο βήμα του. Θα μου πείτε τώρα «σε αυτή την ηλικία ποιο επόμενο βήμα;». Κι όμως. Αυτό είναι το ωραίο στη ζωή, ότι έχει άπειρες δυνατότητες. Ο Στραβίνσκι έλεγε ότι η μουσική, αν και έχει επτά νότες, έχει άπειρες δυνατότητες. Το ίδιο ισχύει και για τη ζωγραφική. Τα χρώματα είναι τέσσερα, αλλά είναι απίθανο το τι μπορείς να κάνεις με αυτά. Η ζωγραφική δεν είναι ένα κεφάλαιο που έχει κλείσει για μένα.

INFO

Η έκθεση «Μνήμες» της Τζούλιας Δημακοπούλου στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης (Βαλαωρίτου 9α) έως

τις 14 Ιανουαρίου 2018