Τώρα πια μοιάζει με τυπικό μνημείο ψυχροπολεμικής προπαγάνδας: ένα συνεδριακό κέντρο μοντερνιστικής αισθητικής με μια πρωτοποριακή καμπύλη οροφή, που οι ΗΠΑ δώρισαν στο Δυτικό Βερολίνο ως απάντηση στη διάνοιξη της Λεωφόρου Στάλιν στην απέναντι πλευρά της πόλης. Ο λόγος για το Σπίτι των Πολιτισμών του Κόσμου, γερμανιστί Haus der Kulturen der Welt, το οποίο η Ελενορ Ντάλες, αδερφή του τότε επικεφαλής της CIA Αλεν Ντάλες, περιέγραψε στα αποκαλυπτήριά του το 1956 με τις λέξεις «ένας λαμπερός φάρος, που ρίχνει το φως του στην ανατολή».
Σήμερα, ένα χρόνο μετά την εκλογή Τραμπ, το ίδιο κτίριο, ανεγερμένο στο πάρκο Τίργκαρτεν, όχι πολύ μακριά από την καγκελαρία, φιλοξενεί μέχρι τις 8 Ιανουαρίου μια έκθεση με τίτλο «Παραπολιτικά: Πολιτιστική ελευθερία και Ψυχρός Πόλεμος», η οποία καταγράφει το πώς η CIA χρησιμοποιούσε οργανισμούς – βιτρίνα όπως το Κογκρέσο για την Πολιτιστική Ελευθερία (Congress for Cultural Freedom) για να στρατολογεί ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων σε ένα πόλεμο προπαγάνδας μεταξύ των δύο κυρίαρχων ιδεολογιών, γνωστό σε πολλούς ως «η μάχη για το μυαλό του Πικάσο».
Σύμφωνα με την έκθεση, η CIA, προωθώντας μοντερνιστικά κινήματα τέχνης όπως ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός και καλλιτέχνες σαν τους Τζάκσον Πόλοκ, Βίλεμ ντε Κούνιγκ και Μαρκ Ρόθκο –εξέχοντες εκπροσώπους της αμερικανικής δημιουργικότητας και της ελευθερίας της έκφρασης –κατέληξε να επηρεάζει τις αισθητικές τάσεις του σύγχρονου κόσμου. Παράλληλα, το «Κογκρέσο» επιδοτούσε από την ίδρυσή του το 1950 αμέτρητα πολιτιστικά προγράμματα από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία, αναπτύσσοντας ένα ολόκληρο δίκτυο συνεδρίων, εκθέσεων ή εντύπων που προωθούσαν μια οικουμενικών φιλοδοξιών μοντερνιστική γλώσσα στη λογοτεχνία, στα εικαστικά, στη μουσική.
ΓΚΡΙΖΑ ΖΩΝΗ. «Πιστεύω ότι δημόσιοι οργανισμοί σαν αυτόν που διοικώ οφείλουν να αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους και να διασαφηνίζουν τη στάση τους», έλεγε σχετικά ο Μπερντ Σέρερ, διευθυντής του Σπιτιού των Πολιτισμών του Κόσμου». Κατά τη γνώμη του, οι καλλιτεχνικές «ανησυχίες» της CIA ήταν προβληματικές γιατί «εργαλειοποιούσαν και άρα διέφθειραν την έννοια του όρου ελευθερία», ενώ χαρακτηρίζονταν από το παράδοξο της ταυτόχρονης υποστήριξης φορέων που αγωνίζονταν κατά του απαρτχάιντ και υπονόμευσης κινημάτων όπως οι Μαύροι Πάνθηρες. «Ας μην υπερεκτιμούμε όμως την ευφυΐα και την αποτελεσματικότητα της CIA. Η ενσωμάτωση των πολιτιστικών στη στρατηγική της απαιτούσε μια γνήσια καλλιτεχνική ευαισθησία. Αν εξετάσει κανείς μία μία τις δράσεις που πραγματοποιήθηκαν, θα βρεθεί σε μια γκρίζα ζώνη».
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ. Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε το 1967 και οδήγησε σε παραιτήσεις, όπως του βρετανού ποιητή Στίβεν Σπέντερ από τη θέση του αρχισυντάκτη του λογοτεχνικού περιοδικού «Encounter». Σήμερα, στο επίκεντρο της έκθεσης «Παραπολιτικά» βρίσκονται μια παρουσίαση είκοσι και πλέον παρόμοιων καλαίσθητων λογοτεχνικών περιοδικών από όλο τον κόσμο που χρηματοδοτούνταν από το «Κογκρέσο», όπως το «Der Monat» της Γερμανίας, το «Jiyu» της Ιαπωνίας ή το «Hiwar» του Λιβάνου. Κάποια λειτούργησαν ως πνευματικοί απολογητές του Πολέμου του Βιετνάμ, τη στιγμή που άλλα έγιναν πολιτιστικοί σκαπανείς σχεδόν κατά τύχη: το «Black Orpheus» της Νιγηρίας ήταν ένα από τα πρώτα που δημοσίευσαν ποιήματα στην παραδοσιακή αφρικανική γλώσσα Yoruba και σήμερα θεωρείται βασικός διαμορφωτής του μετααποικιακού μοντερνισμού.
Στο πρόγραμμα της έκθεσης διαβάζει κανείς ότι περιλαμβάνονται και έργα των Στιβ Ράιχ, Σάμιουελ Μπέκετ και Ναμ Τζουν Πάικ, με το σημείο εκκίνησής της να τοποθετείται στη διερεύνηση των αλληλεξαρτήσεων των πολιτικών και πολιτιστικών αντιπαραθέσεων την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου καθώς και στην ψηλάφηση των ιδεολογικών καταβολών των σύγχρονων γραμμών σύγκρουσης στην τέχνη μέσα από έργα που, καλύπτοντας ένα χρονικό διάστημα από το 1930 μέχρι σήμερα, αντανακλούν τη διαρκή και φορτισμένη αντίθεση μεταξύ αφαίρεσης και ρεαλισμού.