Η γερμανική κυβέρνηση παραδέχεται ότι απέτυχε να παράσχει επαρκή υποστήριξη στους συγγενείς των θυμάτων της περσινής τρομοκρατικής επίθεσης στην χριστουγεννιάτικη αγορά του Βερολίνου και παραδέχεται ότι υπήρξαν αρκετά κενά ασφαλείας.

Ενα χρόνο αφότου ο Ανίς Αμρί, ο νεαρός Τυνήσιος, το αίτημα του οποίου για παροχή ασύλου είχε απορριφθεί μερικούς μήνες νωρίτερα, έπεσε με φορτηγό στην γεμάτο κόσμο αγορά της Μπράιτσαϊντπλατς, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 12 άτομα και να τραυματισθούν 70, οι Αρχές δέχονται πολλές επικρίσεις για τα κενά ασφαλείας και τους άστοχους χειρισμούς μετά την τρομοκρατική επίθεση.

Εχοντας δεχτεί πολλές κατηγορίες ότι δεν θέλησε να συναντήσει προσωπικά τις οικογένειες των θυμάτων, η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, τους συνάντησε τελικά για πρώτη φορά τη Δευτέρα. «Οι συζητήσεις που κάναμε ήταν πολύ ανοιχτές και, από την μεριά τους, εκείνοι που υπέστησαν τις συνέπειες δεν μάσησαν τα λόγια τους και ανέδειξαν τις αδυναμίες της χώρας μας σε εκείνη την περίπτωση», δήλωσε η Μέρκελ χθες, καθώς σε όλη τη χώρα πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις στη μνήμη των θυμάτων. «Σήμερα είναι μια ημέρα θλίψης, αλλά και μια ημέρα που εδραιώνει την πρόθεσή μας να βελτιώσουμε τα πράγματα που δεν πήγαν καλά», πρόσθεσε, αναφέροντας ότι θα συναντήσει και πάλι τους πενθούντες συγγενείς σε λίγους μήνες.

Ο πρόεδρος της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, ο οποίος παραβρέθηκε στο μνημόσυνο για τα θύματα, είπε στους συγγενείς αλλά και στα μέλη των σωστικών συνεργείων που είχαν σπεύσει πέρσι στον τόπο της τρομοκρατικής επίθεσης: «Είναι αλήθεια ότι η υποστήριξη άργησε και παραμένει μη ικανοποιητική. Πολλά μέλη των οικογενειών που έχασαν κάποιο δικό τους και πολλοί τραυματίες – πολλοί από εσάς – αισθάνθηκαν εγκαταλειμμένοι από το κράτος». Ο γερμανός πρόεδρος θυμήθηκε και τα λόγια μιας γυναίκας που έχασε την κόρη της στην επίθεση. «Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου αυτές τις φράσεις», είπε, επιμένοντας ότι η έκκληση των συγγενών να ακουστούν έχει «προκαλέσει κάτι βαθύ».

Τις ώρες που ακολούθησαν την επίθεση, την ευθύνη της οποίας είχε αναλάβει το Ισλαμικό Κράτος, οι πολιτικοί είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους λέγοντας ότι η Γερμανία δεν θα υποχωρήσει προ του φόβου. Ομως ο Σταϊνμάγερ παρατήρησε πως η ρητορική δεν μπόρεσε να βοηθήσει τα θύματα. «Τόσο λίγο καιρό μετά την επίθεση αυτά τα λόγια δεν ακούγονται απλά τολμηρά και με αυτοπεποίθηση, αλλά περίεργα ψυχρά και αποστασιοποιημένα», είπε.

Στην επέτειο της επίθεσης, η δημοφιλής χριστουγεννιάτικη αγορά παρέμεινε κλειστή όλη μέρα, με τους πολίτες να αφήνουν λουλούδια και στεφάνια στη μνήμη των θυμάτων. Χθες το μεσημέρι, η Μέρκελ μαζί με συγγενείς εγκαινίασε το μνημείο – μια χρυσή ρωγμή στο έδαφος, μήκους 14 μέτρων, πάνω στην οποία έχουν χαραχθεί τα ονόματα των θυμάτων. Το βράδυ, ακριβώς στις 8.02, την ώρα δηλαδή που ο Αμρι οδήγησε το φορτηγό του πάνω στους ανυποψίαστους διαβάτες, πραγματοποιήθηκε λειτουργία στην πλατεία με τους πολίτες να ανάβουν κεριά και τις καμπάνες της κοντινής εκκλησίας να χτυπούν 12 φορές.

Ομως στην επέτειο της επίθεσης είναι πολύ έντονες οι επικρίσεις προς τις Αρχές από τις οικογένειες των θυμάτων αλλά και από πολλούς πολίτες. Σε ανοιχτή επιστολή που έστειλαν κάποιοι από τους πενθούντες κατηγορούν την Μέρκελ ότι δεν τους έδωσε προσωπικά τα συλλυπητήριά της.

Με άρθρο του στην εφημερίδα «Tagesspiegel» ο υπουργός Δικαιοσύνης Χάικο Μάας ζήτησε συγγνώμη. «Δεν ήμασταν επαρκώς προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες μιας τέτοιας τρομοκρατικής επίθεσης», ανέφερε. «Γι’ αυτό, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ζητήσουμε συγγνώμη από τα θύματα και από τους συγγενείς τους».

Ο Κουρτ Μπεκ, που του ανατέθηκε από την κυβέρνηση η ευθύνη να εξετάσει τα όσα ακολούθησαν την επίθεση, περιέγραψε την περασμένη εβδομάδα σειρά λαθών από τις Αρχές, μεταξύ των οποίων το ότι χρειάσθηκαν τρεις ημέρες για να πληροφορηθούν οι αγωνιούντες συγγενείς ότι οι άνθρωποί τους σκοτώθηκαν και το γεγονός ότι στάλθηκαν στους συγγενείς ειδοποιήσεις ότι δεν είχαν πληρώσει τον λογαριασμό για τη νεκροψία. Εντονες επικρίσεις δέχθηκε και η αστυνομία όταν έγινε γνωστό ότι ο Αμρι, που είχε φθάσει στη Γερμανία το 2015 και είχε καταγραφεί με διάφορες ταυτότητες, θα έπρεπε να είχε απελαθεί.