«The Florida project»: Ενα περιβάλλον κατακερματισμένο. Φτηνιάρικα μοτέλ στα οποία ζουν οικογένειες στα όρια της εξαθλίωσης. Οι πατεράδες απουσιάζουν. Οι γυναίκες προσπαθούν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους όπως μπορούν, κάποιες πιο «υπεύθυνες» από άλλες. Ολα αυτά πίσω από την «πλάτη» της Ντίσνεϊλαντ που και αυτή, με τη σειρά της, καλύπτει με χρώματα και παιχνίδια ένα πρόσωπο της Αμερικής που πρέπει να μείνει κρυφό. Και μένει κρυφό τόσο με τούτη τη μέθοδο όσο και με τις πρακτικές της πολιτικής ορθότητας που θέτει σε πρώτο πλάνο το ζήτημα της διαφορετικότητας για να εξαφανίσει αυτό της ταξικότητας: αν τολμούσε κάποιος εξ αυτών να μιλήσει στους ήρωες του «The Florida project» για το λεγόμενο «λευκό προνόμιο», πιθανότατα και να έτρωγε ξύλο.

Στο επίκεντρο, η Μούνεϊ (Μπρούκλιν Πρινς), ένα εξάχρονο κορίτσι που μαζί με τα φιλαράκια του εξερευνούν τα τριγύρω μοτέλ, βαμμένα όπως είναι, με περίεργα παστέλ, χρωματιστά κτίρια που μοιάζουν με ερείπια σκηνικών του Γουές Αντερσον. Δείχνουν βαθιά περιφρόνηση απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας και σκαρώνουν συνέχεια φάρσες, στα όρια της καταστροφής. Μένοντας στον αντιπαραλληλισμό της Disney, η μητέρα της Μούνεϊ μοιάζει με «ραγισμένη» πριγκίπισσα ταινίας της, με τα βαμμένα μπλε μαλλιά της και την αντισυμβατική της στάση, στάση που την οδήγησε στην ανεργία: η Χάλεϊ εργαζόταν ως στρίπερ μέχρι που αρνήθηκε να προσφέρει «πρόσθετες υπηρεσίες».

Στο ξενοδοχείο εργάζεται ο Μπόμπι (Γουίλεμ Νταφόε), ένας καλός άνθρωπος σε έναν φρικτό κόσμο. Ομως δεν είναι η μόνη λάμψη ελπίδας που προσφέρει αυτό το φιλμ: ο Σον Μπέικερ μοιάζει να έχει πάρει τα καλύτερα μαθήματα από το σινεμά του Φρανσουά Τριφό (όλα τα παιδιά παίζουν καταπληκτικά) όσο και από αυτό του Κεν Λόουτς (παράδοξο για ένα τόσο πολύχρωμο –αλλά και γυρισμένο σε 35 χιλιοστά –φιλμ): από τη μια η αθωότητα ενός παιδιού (όλο το δράμα είναι ιδωμένο μέσα από τα μάτια της μικρής ηρωίδας) και από την άλλη ο κίνδυνος συντριβής της από την πραγματικότητα. Αν κάτι ενώνει αυτά τα δύο, είναι ο γνήσιος ανθρωπισμός του Μπέικερ: ένας σπουδαίος αμερικανός σκηνοθέτης, έτοιμος για ταινίες που δεν θα ξεχάσουμε. Σαν αυτή.

Βαθμοί: 8

Καθηλωτικό

«Τζάνγκο, ο βασιλιάς του σουίνγκ»: Βρισκόμαστε στο Παρίσι το 1943. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Τσιγγάνος Τζάνγκο Ράινχαρτ αποθεώνεται στα Φολί Μπερζέρ, ενώ την ίδια στιγμή οι Τσιγγάνοι της Ευρώπης καταδιώκονται και εξολοθρεύονται από τους Ναζί – μέχρι που η γερμανική προπαγάνδα τού ζητάει να πάει στο Βερολίνο για συναυλίες και αυτός αποφασίζει να δραπετεύσει στην Ελβετία. Αφηγηματικά μιλώντας, τούτη εδώ η ταινία του Ετιέν Κομάρ (σεναριογράφος του αριστουργηματικού «Ενώπιον Θεού και ανθρώπων») ακολουθεί με ακαδημαϊκή συνέπεια το συναρπαστικό δράμα του μεγάλου κιθαρίστα, αλλά είναι οι μουσικές σεκάνς που απογειώνουν στην κυριολεξία το φιλμ, σεκάνς που κουβαλούν μια ολοζώντανη αίσθηση, κάτι που σπανίως συναντάς στη μεγάλη οθόνη – και ειδικά όταν αφορούν ιδιοφυΐες σαν αυτόν. Φοβερός ο Ρεντά Κατέμπ στον πρώτο ρόλο.

Βαθμοί: 6

Ζητήματα ταυτότητας

«Φερδινάνδος»: Ενας γιγαντιαίος ταύρος, που όμως είναι τρυφερός και ευαίσθητος, ένα ον δηλαδή κόντρα στη φύση του, που όμως ζει στην Ισπανία όπου και θα καταλήξει «ατραξιόν» στην τελευταία ταυρομαχία ενός σταρ του «αθλήματος» (ένα έθιμο που πρέπει να αλλάξει, μας λέει η ταινία με τον τρόπο της). Και έβαλα πριν τη λέξη σε εισαγωγικά, όχι για να την ειρωνευτώ, αλλά επειδή, πώς να το κάνουμε, πρόκειται για ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κουλτούρας αυτού του λαού. Με άλλα λόγια, αυτό το καρτούν πλέκει το εγκώμιο της παγκοσμιοποίησης και είναι φανερό – το κάνει όμως μέσα από μια ιστορία που έχει πολύ χιούμορ, αγωνία και αφηγηματική χάρη. Ε, και στο τέλος σε τουμπάρει. Τι τα θες, μάστορες σε αυτά οι Αμερικανοί.

Βαθμοί: 6

Ούτε κρύο ούτε ζέστη

«Τζαμάικα»: Δυο αδέρφια, ο ένας τηλεοπτικός αστέρας, ο άλλος άσημος ταξιτζής. Ο πρώτος επιφανειακός χαβαλεδιάρης, ο δεύτερος «φυλακισμένος» σε έναν φρικτό γάμο που καταρρέει. Μέχρι που ο αστέρας ανακαλύπτει πως έχει λίγους μήνες ζωής, τους οποίους και αφιερώνει στη συμφιλίωση με τον αδελφό του. Τι κρίμα όμως που όλα σκαλώνουν σε ένα εξίσου επιφανειακό επίπεδο. Θα μου πείτε «μα κωμωδία πήγες να δεις». Σκεφτείτε λίγο τι θα έκανε ένας ιταλός κωμωδός με αυτό το θέμα. «Ομως αυτή εδώ είναι μια μεγάλη παραγωγή προορισμένη για μεγάλα ταμεία» (λες και οι ιταλικές κωμωδίες πάτωναν στα ταμεία), μπορεί να ανταπαντήσετε. Ε, τουλάχιστον ας ήταν αστεία, θα αποκριθώ. Γιατί εδώ δεν υπάρχει ούτε γέλιο ούτε δάκρυ. Μόνο ένα άοσμο, άγευστο προϊόν. Ο Σπύρος Παπαδόπουλος και ο Φάνης Μουρατίδης δεν έχουν ρόλο να ερμηνεύσουν. Και παραδόξως, μονάχα η Αννα Μαρία Παπαχαραλάμπους σώζεται, ίσως γιατί προσθέτει μια διακριτικά κωμική πινελιά στην ερμηνεία της που κάνει τη διαφορά.

Βαθμοί: 3

Προβάλλονταιεπίσης

Στο αξιόλογο «Dede», μια νεαρή, κάπου στην ορεινή Γεωργία, ερωτεύεται έναν άντρα, κόντρα στις προσταγές του παππού (που έχει οργανώσει τα του γάμου της) αλλά και μιας αρτηριοσκληρωτικής, πατριαρχικής κοινωνίας. Σκηνοθετεί η Μαριάμ Κατσβάνι, εικονογραφώντας ένα σύμπαν ριζωμένο στην άρνηση.

Βαθμοί: 6

Λίγα λόγια για «Ολα τα λεφτά του κόσμου», όπου ο Ρίντλεϊ Σκοτ απογοητεύει ξανά, αφηγούμενος την αληθινή ιστορία του πολυεκατομμυριούχου Τζον Πολ Γκέτι που αρνήθηκε να πληρώσει τα λύτρα για την απαγωγή του εγγονού του, κάπου εκεί στα 70s, σε μια πολύκροτη υπόθεση που όμως αποτελεί τον πυρήνα μιας, εντέλει, βαρετής ταινίας. Ναι, είναι το φιλμ όπου ο Κρίστοφερ Πλάμερ αντικατέστησε τον Κέβιν Σπέισι. Επίσης με Μισέλ Γουίλιαμς και Μαρκ Γουόλμπεργκ.

Βαθμοί: 3

Τέλος, στον «Στόχο» έχουμε να κάνουμε με μια επίσης αληθινή ιστορία, την επιχείρηση δολοφονίας του Ράινχαρντ Χάιντριχ, δεξιού χεριού του Χάινριχ Χίμλερ (παίζουν οι Ρόζαμουντ Πάικ και Τζακ Ο’Κόνελ), ενώ κυκλοφορεί και η ελληνική κωμωδία «Bachelor 2», με Γιάννη Τσιμιτσέλη, Βασιλική Τρουφάκου και Θανάση Βισκαδουράκη.