Δεν είναι το μικρότερο χάρισμα του μυθιστορήματος του Κώστα Λογαρά «Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο» το γεγονός ότι ένας πρώην ποινικός γίνεται ο κυριότερος «αμφισβητίας» και «κριτής» της σύγχρονης εγχώριας πολιτικής πραγματικότητας. Εστω και αν η «αμφισβήτησή» του και η «κρίση» του δεν διατυπώνονται με λέξεις αλλά τις υποβάλλει η συμπεριφορά του, καθώς αδυνατεί να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο όπως τον γνωρίζει μετά τα τριάντα χρόνια κάθειρξης. Μοιάζει σαν τη διαλεύκανση ενός οξύμωρου, αντί να λειτουργεί ανακουφιστικά, σε σχέση με το έγκλημα που έχει διαπράξει ο Μαρίνος Τριάντης, το γεγονός ότι ο κόσμος έχει αλλάξει ώστε σχεδόν κανείς να μην το θυμάται, να τον πνίγει σε τέτοιον βαθμό η αλλαγή αυτή που θα προτιμούσε να συναντήσει τον κόσμο όπως τον είχε αφήσει πριν από την τριαντάχρονη κάθειρξή του. Κάτι που αν είχε συμβεί –να μην έχει αλλάξει δηλαδή το περιβάλλον μέσα στο οποίο διέπραξε το έγκλημά του -, δεν θα είχε κάνει αναπόφευκτη ως πράξη εξιλασμού την αυτοκτονία του, καθώς η ενδεχόμενη συγγνώμη των ανθρώπων που τον είχαν γνωρίσει ως δολοφόνο θα τον βοηθούσε να ξεκαθαρίσει μέσα στο ίδιο τοπίο όπου εγκλημάτησε τους λογαριασμούς με τον εαυτό του.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά με βάση λίγες αράδες του οπισθόφυλλου, ενός από τα πιο περιεκτικά και σαφή μέσα στον χρόνο που τελειώνει: «Ο Μαρίνος Τριάντης ζει μόνος στην Πάτρα σ’ έναν απόμερο δρόμο του λιμανιού της –πέρασμα μεταναστών προς την κοντινή Ιταλία. Μοναδική συντροφιά το σκυλί του, ο Ραμόν. Είναι Οκτώβρης του 2011 και έχει μόλις αποφυλακιστεί, ύστερα από τριάντα χρόνια κάθειρξης για τη δολοφονία του δεκαεξάχρονου “φίλου” του». Θέμα «τολμηρό» και «επικίνδυνο» που αν ο χειρισμός του παρέπαιε στο ελάχιστο θα μπορούσε να εξελιχτεί σε ένα αφόρητο μελό. Ενώ τώρα, όπως η ανεπίγνωτη από τον ίδιο τον ποινικό Μαρίνο Τριάντη πορεία του προς την κάθαρση διαγράφεται τελείως αντίθετη σε σχέση με την πορεία μιας κοινωνίας που οδεύει συνειδητά προς την καταστροφή, ενώ επαγγέλλεται τη σωτηρία των ανθρώπων, το αποτέλεσμα είναι ένα μυθιστόρημα κυριολεκτικά «μυστικό», κάτι σαν απόκρυφο ευαγγέλιο, που διαβάζεται επιπλέον απνευστί. Με την έννοια ότι αν κάτι τελικά έχει σημασία είναι η κοίτη της μέσα ζωής, που αποφλοιώνοντας κανείς τα επάλληλα στρώματα της ουσίας της θα αναγνωρίσει την ύπαρξη ενός βάθους που η έκφρασή του, όσο και αν το πολιορκήσει, αδυνατεί να το προσεγγίσει. Ωστε να μας γίνεται τελικά γνωστό μόνο χάρη στις σχέσεις που συνάπτει κανείς με τα πρόσωπα και με τους χώρους. Οποιο όνομα και αν έχουν οι σχέσεις αυτές για τον Μαρίνο Τριάντη, είτε πρόκειται για τον «φίλο» του, τον Στρατή, Στράτο ή Ευστράτιο που δολοφονεί, είτε για τη μητέρα του, τον Λεό, τον Μαρκήσιο και κυρίως τον σκύλο του Ραμόν, είτε για τις σταφιδαποθήκες του Μπάρι και την περιοχή των Ψηλών Αλωνιών.
Αθωωτική πόλη
Θα ‘λεγε κανείς πως γραμμένο το μυθιστόρημα «Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο» περισσότερο για να διαβαστεί στο μέλλον παρά στο παρόν, αφού παραμένει ολοφάνερος ο χαρακτήρας του, αν και μυθιστόρημα, ως μιας τελεσίδικης μαρτυρίας, επιμένει στη χωροταξική διαστρωμάτωση μιας πόλης –της Πάτρας –επειδή ακριβώς τη λογαριάζει ως αθωωτική για κάθε περιθωριακό ή αποσυνάγωγο στοιχείο της, όποιο παράπτωμα και αν το βαραίνει. Διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να λειτουργεί σε τέτοιο βαθμό ένα στοιχείο αυτοκάθαρσης ώστε όσο πιο κατακριτέοι, σκοτεινοί και δύσοσμοι περιγράφονται οι χώροι τόσο περισσότερο να τους αισθάνεσαι υποκείμενους στην προοπτική μιας ανάληψης. Οπως ακριβώς το αξεδιάλυτο σκοτάδι που παλεύει μέσα του ο Μαρίνος Τριάντης γίνεται ο δρόμος που οδηγεί στην οσιότητα –σε μια μορφή έστω οσιότητας.
Υπάρχει μια πολύ χαρακτηριστική φράση του συγγραφέα που λέει «…ωστόσο ο κανονικός ρυθμός της ζωής των άλλων τού δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει και σ’ εκείνον». (Οταν ο Μαρίνος Τριάντης, μετά το έγκλημά του, περιφέρεται νύχτα βαθιά ανά τας οδούς και τας ρύμας της Πάτρας). Δεύτερο παιδί μιας οικογένειας εργατών ο Μαρίνος Τριάντης –πρόσφυγες Μικρασιάτες οι γονείς -, πέμπτο παιδί μιας οικογένειας εργατών ο φίλος του Στρατής, που ο μόνος του δεσμός μαζί της είναι «το τραχύ όνομά του, κληρονομιά από τον παππού του –έναν ορεσίβιο Ρουμελιώτη», κάνει να φαίνεται σαν δρομολογημένη η συνάντησή τους πολύ πριν γνωριστούν στο καφενείο του Σταυριανού τον Σεπτέμβριο του ’80 και ίσως δεν έχει ακόμα «αποφασιστεί» ποιος θα κρατήσει τον ρόλο του θύματος και ποιος του θύτη.
Μαζί με τον Λένον
Χωρίς ίχνος κοινωνιολογικής εμβρίθειας όσον αφορά την καταγωγή και τις συνθήκες διαβίωσης των δύο ηρώων, αφού ακόμα και τα ονόματα του Λεχ Βαλέσα ή του Ανδρέα Παπανδρέου αναφέρονται περισσότερο, γιατί προσδιορίζουν χρονικά μια εποχή παρά γιατί σχετίζονται με τη «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» που αν κάτι την αποκρυπτογραφεί, είναι κυρίως η αυτοκτονία του Μαρίνου Τριάντη. Οσο άγνωστη και αν παρέμεινε σε σχέση με πασίγνωστα γεγονότα της δεκαετίας του ’80, σε βαθμό που θα έλεγες ότι οι είκοσι ένας νεκροί οπαδοί του Ολυμπιακού στη Θύρα 7 τον Φεβρουάριο του ’81 ή η δολοφονία του Τζον Λένον τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, όσο άσχετα και αν παραμένουν μεταξύ τους, επικοινωνούν με ένα υπόγειο νήμα που δεν είναι άλλο παρά η σχέση του Μαρίνου Τριάντη με τον Στρατή, όπως θα γίνει γνωστή για την κοινή συνείδηση χάρη στη δολοφονία του δεύτερου από τον πρώτο. Δολοφονία που η ανάμνησή της τριάντα χρόνια αργότερα θα επαναφέρει και θα στερεώνει τόσο τη Θύρα 7 όσο και τη δολοφονία του Λένον –αν και θα φανταζόταν κανείς πως θα ίσχυε το ακριβώς αντίθετο…
Κώστας Λογαράς
Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο
Εκδ. Καστανιώτη, 2017, σελ. 224
Τιμή: 15 ευρώ