Δεν ξέρω αν έχω δυσκολευτεί ποτέ τόσο πολύ να γράψω για ένα βιβλίο όσο για τούτο δω. Οι σελίδες του είναι τόσο γοητευτικές και πυκνές που δυσκολεύεσαι να το παρατήσεις στιγμή και ωστόσο αισθάνεσαι ότι αν αποπειραθείς να γράψεις κάτι γι’ αυτό θα το προδώσεις. Ερχεσαι και επανέρχεσαι κάθε τόσο στην απόλαυση της αφήγησης διερωτώμενος τι είναι αυτό που κινεί τη συγγραφέα, από πού προέρχεται το τόσο βαθύ ρίζωμά της στις λαϊκές παραδόσεις, πώς καταφέρνει και κάνει τόσο σύγχρονο και οικουμενικά διαχρονικό ένα αφήγημα φτιαγμένο από τα πιο παλιά, μπορεί και φθαρμένα υλικά.
Η 55χρονη Πολωνέζα Ολγκα Τοκάρτσουκ γράφει εδώ έναν αρθρωτό μύθο που ενδέχεται να περιέχει το σύνολο των υπομύθων της κεντροευρωπαϊκής εβραιοχριστιανικής παράδοσης. Οι βιβλικοί απόηχοι είναι πανταχού παρόντες, μαζί με την ησιοδική κοσμογονία, τις νιου εϊτζ θεωρίες περί παγκόσμιας συνειδησιακής ροής και ενότητας ανθρώπου – φύσης, την παρουσία του ιερού στην διαρκή κίνηση των πραγμάτων, την απόδοση ψυχής (anima) στα μη ανθρώπινα, ακόμη και στα ανόργανα στοιχεία της φύσης, την οικοσυστημικού τύπου οργάνωση του υλικού. Το βιβλίο είναι δομημένο σε μικρά συνεχή κεφάλαια, που διατηρούν την αυτονομία τους και άρα μπορούν να διαβαστούν ακόμη και σε τυχαία σειρά, αν και κάτι τέτοιο θα απομείωνε την απόλαυση της ανάγνωσης.
Οι Αρχάγγελοι
Τι είναι όμως το Αρχέγονο του τίτλου και τι οι καιροί του; Πρόκειται για ένα κομμάτι γης που περιέχει ένα χωριό. Το διασχίζουν ή οριοθετούν δυο ποτάμια και είναι σπαρμένο με λιβάδια, δάση, οπωρώνες και λίγα χωραφάκια. Το Αρχέγονο βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος, μας πληροφορεί η πρώτη φράση του βιβλίου, όπως ανέκαθεν θεωρούσαν οι άνθρωποι – παιδιά τον τόπο όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Είναι τετραγωνισμένο, το διασχίζει κανείς σε μια ώρα (άρα, ας πούμε πως οι διαστάσεις του είναι 5Χ5 χιλιόμετρα) και συνδέεται με τον έξω κόσμο (τα γειτονικά χωριά), ακόμη και με τη μακρινή Ρωσία, αν και είναι τελείως ανεξάρτητο από αυτά. Πληροφορούμαστε ότι το φυλάγουν οι Αρχάγγελοι προκειμένου να μη μολυνθεί από τις ασθένειες που ταλανίζουν το σύμπαν: την διαρκή αγωνία, τον πόθο να κατέχεις και να κατέχεσαι, την αλαζονεία και τον εξυπνακισμό, συν την αποβλάκωση που επιφέρει αυτός ο τελευταίος. Στο Αρχέγονο ζουν βεβαίως άνθρωποι με όνομα και ταυτότητα: ο Μίχαλ, η Φλορεντίνκα, η Γκενοβέφα, ο βαρόνος (του οποίου το παλάτι ορίζει το Αρχέγονο προς τα δυτικά) ποικίλοι συγγενείς, συγχωριανοί ή εραστές, και βέβαια τα παιδιά και τα εγγόνια όλων αυτών, σε μια περίοδο που ξεκινά λίγο πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο και καταλήγει στα τέλη του αιώνα λίγο μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σε μικρά περιεκτικά κεφάλαια έχουμε φέτες από τις ζωές τους εν είδει αυτόνομων παραβολών/ αλληγοριών που έχουν ως σταθερό τίτλο «Ο καιρός του… ή της… Ρούτα, Ιζίντορ, ακόμη και του ίδιου του…. Θεού». Γιατί τόση έμφαση στην έννοια του καιρού; Ισως γιατί κάπου στα μέσα του βιβλίου μαθαίνουμε ότι είναι ο χρόνος που προσδιορίζει την ουσία των όντων ενώ οι άχρονες ιδιότητες που απέδωσε ο άνθρωπος στο θείο (η αιωνιότητα) είναι αυτές που μας εμποδίζουν να κατανοήσουμε τη φύση του. Διότι ο Θεός βρίσκεται παντού εν τοις πράγμασι –στη ροή του ποταμού, στο πλημμύρισμα των λιβαδιών, στο μπουμπούκιασμα των κερασιών, στο ξεπέταγμα των μανιταριών, στην ομορφιά της χιονόπτωσης, στις μεταμορφώσεις του ουρανού και εν γένει στον διαρκή μετασχηματισμό ή κίνηση των οντοτήτων. Τα πράγματα στο σύμπαν της Τοκάρτσουκ έχουν ψυχή, τα πράγματα επικοινωνούν μεταξύ τους και με το Ολον, τα πράγματα έχουν συνείδηση αυτής της επικοινωνίας ακόμη κι όταν κάτι τέτοιο δεν είναι ορατό.
Φυσικοί κύκλοι
Στο Αρχέγονο όλα είναι κυκλικά –ακριβώς όπως και στις χρονικότητες (τους καιρούς) της φύσης. Είναι οι φυσικοί κύκλοι που χαρακτηρίζουν τη ζωή και αυτοί εγγράφονται στο τετραγωνισμένο, εξορθολογισμένο, φυλασσόμενο έδαφος εν είδει (ινδουιστικής) μάνταλα –ως γεωμετρική απεικόνιση της πληρότητας. Οι ζωές που σκιαγραφούνται εδώ περιέχουν έρωτες, φυγές, προδοσίες, πολέμους, αρρώστιες, θανάτους δοσμένους με ένα ζέοντα νατουραλισμό, ενώ οι απόηχοι της ιστορίας σπανίως τροποποιούν την καθημερινότητα. Η οργανική σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον τους διακόπτεται σπανίως, αρχικά με την επιστράτευση του Μίχαλ από τον τσαρικό στρατό στα 1914, αργότερα με την διαδοχική κατοχή του Αρχέγονου από τους Γερμανούς και τους Σοβιετικούς στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Εβραίοι εκτοπίζονται ή εκτελούνται, παιδιά και ζώα πεθαίνουν, σπίτια βομβαρδίζονται, αλλά οι αφηγηματικά βραχείες εισβολές της μεγάλης Ιστορίας δεν αλλάζουν την ουσία του Αρχέγονου. Σύντομα οι άνθρωποι και η φύση επαναποκτούν τα δικαιώματά τους.
Η Τοκάρτσουκ σχολιάζει και καταγράφει τα τεκταινόμενα με μια συναισθηματική απόσταση σχεδόν ειρωνική, προκειμένου να αποφύγει τον εύκολο λυρισμό και τους ηθογραφικούς κινδύνους. Οταν μια γιαγιά τρελαίνεται μες στη μοναξιά της, χρόνια μετά την απώλεια των παιδιών της, αρχίζει να επικοινωνεί με το φεγγάρι και μάλιστα τώρα το βλέπει διπλό μέσα από τα μάτια του αδέσποτου σκύλου που έχει υιοθετήσει και που εκστασιάζεται με την αντανάκλασή του στο ποτάμι. Ακούει την σκέψη των ζώων, οσφραίνεται μυστικά λαγούμια και υπόγειους διαδρόμους, απειλεί τα ουράνια σώματα. Πρακτικά όλοι οι ήρωες του βιβλίου (ακόμη και άψυχα αντικείμενα γίνονται αφηγηματικές περσόνες αποκτώντας τον δικό τους καιρό) αρχίζουν να βλέπουν το σύμπαν που τους περιβάλλει με έκκεντρους τρόπους. Ο παράλληλος προς τη ζωή τους γύρω κόσμος γίνεται κατανοητός με τρόπους απροσδόκητους, ακόμη και στα σημεία όπου η συγγραφέας γειώνει την αφήγηση με επεισόδια από την ταπεινή καθημερινότητα. Το παράδοξο, το παράλογο και το ιερό είναι παρόντα σε ισόποσες δόσεις. Είναι γι’ αυτό που έχουν αποδοθεί στην γραφή της Τοκάρτσουκ ομοιότητες με τον μαγικό ρεαλισμό της λατινοαμερικάνικης σχολής, αν και η ίδια μάλλον απεκδύεται τον όρο, μιλώντας περισσότερο για τις επιρροές της από τον Καρλ Γιουνγκ, για οργανικισμό, για ενότητα των συστατικών μερών του κόσμου και για παράλληλους τρόπους ενόρασης της πραγματικότητας.
Ο καιρός του παιγνιδιού
Οι δυσκολότερες αν και εξόχως γοητευτικές σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες που πραγματεύονται εν είδει βιβλικής Γενέσεως τη δημιουργία του κόσμου, με τον Θεό σε ρόλο ατελούς πρωταγωνιστή και δημιουργού. Ωστόσο νιώθει προς το τέλος μια «απαράμιλλη νοσταλγία για την τάξη» που κυριαρχεί σε έναν παράλληλο κόσμο. «….Και σε αυτήν την τάξη, στην οποία υπακούει κι αυτός ο ίδιος ο Θεός, όλα όσα είναι παροδικά και μοιάζουν σκόρπια μέσα στον χρόνο αρχίζουν την παράλληλη και αιώνια ύπαρξή τους», μαθαίνουμε κάπου προς το τέλος. Τα κατ’ εξοχήν δοκιμιακά και φιλοσοφικά αυτά μέρη του βιβλίου, με πλάγιους χαρακτήρες, μας αποκαλύπτονται μέσω των οδηγιών ενός παιγνιδιού που δώρισε ο τοπικός ραβίνος στον εκπεσόντα βαρόνο. Τιτλοφορούνται «Ο καιρός του παιγνιδιού», και περιγράφουν πρακτικά όλες τις περί δημιουργίας του κόσμου δοξασίες με έναν δημιουργό γειωμένο, που άλλοτε πλήττει, άλλοτε αντιλαμβάνεται τις αστοχίες του και εντέλει κάνει αισθητή την παρουσία του με καταστροφικές, άσπλαγχνες πράξεις. Στα οκτώ αυτά υποκεφάλαια διαφαίνεται καθαρά η άνεση με την οποία η Τοκάρτσουκ έχει ενθυλακώσει τις τοπικές παραδόσεις και τις έχει συρράψει με οικουμενικές θεωρίες χωρίς κανένα κόπο, εν είδει γλαφυρού παραμυθιού που αποκαθιστά την ενότητα του κόσμου, προβάλλοντας την εσώτερη λογική του.
Δημιουργικός μυστικισμός
Εμπειρία σπάνιας ποιότητας
Διαβάζω ότι η Τοκάρτσουκ, μετά το Αρχέγονο που πρωτοτυπώθηκε πριν από είκοσι ολόκληρα χρόνια, συνεχίζει με αρθρωτά βιβλία ριζωμένα πάντα στην κεντροευρωπαϊκή παράδοση όπου το δοκιμιακό και μυθοπλαστικό στοιχείο ισορροπούν όπως το θέλουν οι σύγχρονες λογοτεχνικές τάσεις. Ελπίζω προσωπικά να μην ανήκει στην κατηγορία των «συγγραφέων του ενός βιβλίου», γιατί η εμπειρία του Αρχέγονου είναι σπάνιας ποιότητας και μας κάνει κοινωνούς μιας βαθιά ριζωμένης συνέχειας στην κεντροευρωπαϊκή κουλτούρα. Ο δημιουργικός μυστικισμός της είναι άλλωστε εμποτισμένος με τόσο μεγάλη δόση επιστημονικού ρεαλισμού που τα ευρύτερα διακυβεύματα δεν της διαφεύγουν διόλου, όπως φαίνεται και στο τέλος αυτού του εξαιρετικά μεταφρασμένου (από τα πολωνικά) βιβλίου, από την Αλεξάνδρα Ιωαννίδου.