Πάτησε το αλυσοδεμένο πόδι του στο λιμάνι του Μόμπιλ, στην Αλαμπάμα, όταν το ημερολόγιο έγραφε 1860. Είχε κατέβει μαζί με άλλους περίπου εκατό αιχμαλώτους από μια γολέτα ονόματι «Κλοτίλδη»: ήταν το τελευταίο καταγεγραμμένο, αν και παράνομο, καράβι σκλάβων που έφτασε στις ΗΠΑ και ο ίδιος, για ένα διάστημα, ως σκλάβος έζησε. Το όνομά του ήταν Κούτζο Λιούις και αφού έζησε ως δούλος ενός ναυτικού, αφού απέκτησε την ελευθερία του μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο, παντρεύτηκε και ίδρυσε μαζί με συμπατριώτες του μια ολόκληρη παροικία, το 1931, σε ηλικία 90 ετών, πέρασε τρεις μήνες αφηγούμενος τη ζωή του στην αφροαμερικανίδα συγγραφέα Ζόρα Νιλ Χέρστον. Εκείνη κατέγραψε τη ζωή του σε άρθρα ή σε ένα βιβλίο με τίτλο εμπνευσμένο από τις περιφράξεις όπου κρατούνταν οι σκλάβοι πριν ή μετά τη μεταφορά τους: το «Barracoon» είχε μια σύντομη εκδοτική ζωή στις αρχές της δεκαετίας του 2000, σαράντα χρόνια μετά τον θάνατο της Χέρστον· εξαντλήθηκε γρήγορα και επανεκδίδεται από τον οίκο HarperCollins τον Μάιο.

Στο διάστημα των συνομιλιών της με τον ελεύθερο πια Λιούις, η συγγραφέας, γνωστή για το μυθιστόρημα «Their eyes were watching God» και ηγετική φυσιογνωμία της περιόδου που έμεινε γνωστή ως Αναγέννηση του Χάρλεμ, κατέγραφε το παρελθόν του ανδρός διατηρώντας τη χαρακτηριστική διάλεκτό του, με σκοπό να ρίξει φως στις τραγωδίες που επέφερε η δουλεία, εστιάζοντας σε μια ζωή που καθορίστηκε από αυτήν. «Προσφέροντας γνώσεις για την ολέθρια κληρονομιά που μας στοιχειώνει όλους, λευκούς και μαύρους, αυτό το σπαρακτικό και δυνατό έργο συνιστά μια ανεκτίμητη συνεισφορά στην κοινή ιστορία και τον πολιτισμό μας» διαβάζει κανείς στα σχετικά δελτία Τύπου.

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΟ 1860. Ο βίος και η πολιτεία του Κούτζο Λιούις, βέβαια, δεν ήταν ακριβώς κοινά: γεννημένος το 1841 στο Μπενίν ως Ολουάλε Κοσόλα, αιχμαλωτίστηκε το 1860, κρατήθηκε στο λιμάνι Ουίντα, σε ένα από εκείνα τα «barracoon», και αφού πουλήθηκε στον καπετάνιο Γουίλιαμ Φόρστερ πέρασε 45 ημέρες στο «Κλοτίλδη» διασχίζοντας τον Ατλαντικό. Φτάνοντας στην Αμερική, αγοράστηκε από τον ναυτικό Τζέιμς Μίχερ, παρόλο που η εισαγωγή σκλάβων είχε απαγορευτεί ήδη από το 1808, και απελευθερώθηκε αμέσως μετά το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου το 1865. Αν και επιθυμούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του, τα οικονομικά του δεν το επέτρεπαν, κι έτσι, μαζί με μερικούς ακόμα πρώην σκλάβους, έστησαν εκ θεμελίων την κωμόπολη Αφρικαν Τάουν, βόρεια του Μόμπιλ της Αλαμπάμα. Ο Κοσόλα παντρεύτηκε με την Αμπίλ, που επίσης ήρθε στις ΗΠΑ με το «Κλοτίλδη», και απέκτησαν έξι παιδιά, που όμως πέθαναν νέα. Ο ίδιος πέθανε σε ηλικία 94 ετών.

Σύμφωνα με τη βιογράφο της Χέρστον, Βάλερι Μπόιντ, αυτό που κινητοποίησε περισσότερο τη συγγραφέα στην καταγραφή της ζωής του Κοσόλα ήταν οι άσβηστες αναμνήσεις του από την οικογένειά του στο Μπενίν. «”Μου λείπουν οι δικοί μου” της έλεγε. Κι εκείνη έγραφε: “Υστερα από 75 χρόνια βίωνε ακόμα την απώλεια, τη λαχτάρα για τους οικογενειακούς και τους πολιτισμικούς δεσμούς, την αίσθηση της αποκοπής. Ηταν ένας λόγος για να συγκινηθεί κανείς”».