Το νούμερο είναι εντυπωσιακό αλλά αληθινό. Μόνο 20% των δρομέων χρησιμοποιούν τους στίβους σε αθλητικά κέντρα για την προπόνησή τους. Οι περισσότεροι προτιμούν εξωτερικούς χώρους, που στην πραγματικότητα δεν είναι σχεδιασμένοι γι’ αυτή τη λειτουργία, όπως οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια, τα πάρκα. Κάποιοι λένε ότι με αυτόν τον τρόπο οι επαγγελματίες και ερασιτέχνες λάτρεις του αθλήματος ανακαταλαμβάνουν τους δρόμους και τα μέσα που προορίζονται για άλλες φόρμες μετακίνησης και έτσι διεκδικούν το δικαίωμα στην οικειοποίηση του δημόσιου χώρου. Αλλοι ισχυρίζονται ότι τρέχοντας εκτός προπονητηρίων οι δρομείς σπάνε τα στενά όρια που ορίζουν τα σύγχρονα αθλήματα και επιχειρούν να χωρέσουν το είδος σε νέες φόρμες. Ενώ υπάρχουν και οι πιο παραδοσιακοί που απλώς επιδιώκουν να αλλάζουν συνεχώς παραστάσεις για τις βόλτες των χιλιομέτρων που κάνουν, προσθέτοντας λίγο αλατοπίπερο στην προπονητική τους ρουτίνα.
Οποια κι αν είναι η άποψη όσων επιλέγουν να παίρνουν τους δρόμους, η αλήθεια είναι πως το κάνουν σε περιοχές που δεν είναι σχεδιασμένες για τρέξιμο. Σε κάθε βήμα τους μπορεί να πέσουν πάνω σε σκύλους, παιδιά σε καρότσια, ποδήλατα, λακκούβες, κίνηση και γενικότερα όποια εμπόδια συναντώνται στους ανοιχτούς χώρους. Τη μεγαλύτερη, ωστόσο, σύγχυση την αντιμετωπίζουν με τους πεζούς, καθώς σε κάθε κοντινή επαφή τους ενδέχεται να προκύψουν αρκετά προβλήματα. Η κάθε πλευρά πρέπει να κάνει μια μανούβρα για να αποφύγει τη σύγκρουση, λεπτομέρεια που συνοδεύεται συχνά από επιφωνήματα δυσαρέσκειας, χειρονομίες έως και μικροαπροσεξίες.
Οι ερωτήσεις
Ενώ στη δρομική κοινότητα το ζήτημα της συνύπαρξης με τους οδηγούς, τους ποδηλάτες και τα ζώα έχει συζητηθεί ενδελεχώς, το αντίστοιχο της σχέσης που πρέπει να αναπτυχθεί με τους άλλους «συγκάτοικους» στην τρέλα της πόλης και των δρόμων έχει παραμεληθεί. Το κενό αυτό ήρθε να καλύψει η έρευνα του Σάιμον Κουκ από το Πανεπιστήμιο Πλίμουθ της Αγγλίας, δρομέας και ο ίδιος. Για τις ανάγκες της μελέτης του έθεσε μια σειρά από ερωτήσεις σε δρομείς με δύο διαφορετικούς τρόπους, ώστε να καταλάβει καλύτερα τις επαφές που είχαν με τους πεζούς και πώς ήταν στην πραγματικότητα. Οσοι ανήκαν στο πρώτο γκρουπ μίλησαν γενικότερα για την εμπειρία τους από τους δρόμους, συμπεριλαμβανόμενων και των προσπερασμάτων που πρέπει να κάνουν στους περαστικούς. Στα μέλη της δεύτερης ομάδας έδωσε μια κάμερα που φόρεσαν στο μέτωπο κατά τη διάρκεια της προπόνησής τους και στη συνέχεια, καθώς εξέταζαν το οπτικό υλικό, έκανε κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις.
Ενώ κάποιοι από τους δρομείς ανέφεραν πως αυτοί είναι υπεύθυνοι για το πώς θα εξελιχθεί η στιγμιαία επαφή με τους πεζούς εξαιτίας της υψηλότερης ταχύτητας κίνησής τους, κάποιοι άλλοι μετέφεραν το βάρος αυτό στις πλάτες όσων κινούνταν στο πεζοδρόμιο. Αιτία είναι η μεγαλύτερη δυνατότητά τους να σταματήσουν για να αποφύγουν συγκρούσεις ή να αλλάξουν κατεύθυνση. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες βέβαια υιοθέτησαν μια πιο διπλωματική στάση, υποστηρίζοντας ότι η ευθύνη είναι υπόθεση και των δύο πλευρών.
Οι τρεις προσεγγίσεις
Οι αντιδράσεις, το ρίσκο και τα σλάλομ
Οταν οι καταστάσεις γίνονται πιο πολύπλοκες και για παράδειγμα οι δρομείς έρχονται από πίσω και οι πεζοί δεν έχουν ορατότητα, τότε οι πρώτοι διαλέγουν να κινηθούν με διαφορετικούς τρόπους, παρατηρεί ο Σάιμον Κουκ στην βρετανική εφημερίδα «Guardian». Το πρώτο βήμα είναι να κατέβουν από το πεζοδρόμιο και συνεχίζουν τα βήματά τους στο οδόστρωμα προσπερνώντας τα εμπόδια. Εκεί βέβαια το ρίσκο που παίρνουν πολλαπλασιάζεται, αφού στην εξίσωση μπαίνουν και τα οχήματα που κινούνται, τα οποία συχνά είναι πιο απρόβλεπτα. Τέλος, υπάρχει και το σλάλομ, που περιλαμβάνει τη διαρκή αλλαγή κατεύθυνσης και το τρέξιμο ανάμεσα σε όποιον διερχόμενο βρίσκεται μπροστά τους, αναλαμβάνοντας την αποκλειστική ευθύνη για την εξέλιξη της πορείας τους. Αν και επί της ουσίας αυτή η τακτική είναι η πιο δύσκολη, είναι αποτελεσματική.
Οι αποφάσεις για την αντίδραση κατά περίπτωση λαμβάνονται στιγμιαία ανάλογα με τα ερεθίσματα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι τυχαίες ή ότι είναι αποτέλεσμα συνεχούς πρακτικής ή ακόμα και έλλειψης ενδελεχούς σκέψης.
Η έρευνα έδειξε ότι αν και οι δρομείς συχνά αντιμετωπίζουν τους πεζούς σαν εμπόδια που τους κόβουν το πεδίο, αναγκάζοντάς τους να αλλάξουν διαδρομή, επί της ουσίας αφήνοντάς τους ελεύθερο τον χώρο γύρω τους, δείχνουν πως είναι διατεθειμένοι να συνυπάρχουν με τις υπόλοιπες ομάδες ανθρώπων που συναντώνται στον δρόμο. Και όχι μόνο αυτό. Δείχνουν προς τα πού πρέπει να κινηθούν οι πόλεις ώστε να αγκαλιάσουν τη δραστηριότητα αυτή και να τη συμπεριλάβουν στον μελλοντικό πολεοδομικό σχεδιασμό τους.