Η ενδιάμεση έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική, την οποία παρέδωσε χθες ο διοικητής της ΤτΕ στον Πρόεδρο της Βουλής, αποτελεί μια σαφή προειδοποίηση για τους κινδύνους που εγκυμονούν η θριαμβολογία, ο εφησυχασμός και ο εξωραϊσμός της πραγματικότητας. Και μπορεί να προκάλεσε την έκρηξη του Μαξίμου, ωστόσο αποτελούσε καθήκον της κεντρικής τράπεζας.
ΤτΕ επισημαίνει στην έκθεσή της ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει τάχιστα στην υλοποίηση των μέτρων του Μνημονίου και να ολοκληρώσει εξίσου γρήγορα την τέταρτη αξιολόγηση. Υπό κανονικές συνθήκες, η επισήμανση αυτή δεν θα χρειαζόταν. Το πολιτικό προσωπικό και ιδίως η σημερινή κυβέρνηση γνωρίζουν από πρώτο χέρι πόσο ακριβά πλήρωσαν οι πολίτες τις καθυστερήσεις, τις παλινωδίες και βεβαίως τη διαπραγμάτευση του καλοκαιριού του 2015.
Παρά την πικρή εμπειρία, η κυβέρνηση φαίνεται να επιμένει στο ίδιο αφήγημα. Κάτι που φάνηκε και από τη χθεσινή της αντίδραση. Προπαγανδίζει την «καθαρή έξοδο» την ίδια ώρα που η ΤτΕ υπογραμμίζει την ανάγκη ενός προληπτικού προγράμματος στήριξης. Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή που πλέον δεν είναι κατανοητή ούτε πολιτικά: και οι πολίτες ζημιώνονται και η ίδια δεν αποκομίζει κανένα όφελος από την επιμονή σε ένα κενό περιεχομένου σύνθημα.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία, από την Κύπρο έως την Πορτογαλία, έχει δείξει πώς απαλλάσσεται μια χώρα από τα οδυνηρά πακέτα σωτηρίας. Τον δρόμο αυτό υποδεικνύει με την έκθεσή της και η κεντρική τράπεζα. Θα ήταν μέγα σφάλμα επομένως να ανακαλύψει η κυβέρνηση άλλον έναν εχθρό σε έναν ανεξάρτητο θεσμό ή να επιχειρήσει να φέρει στα δικά της πολιτικά μέτρα τη λειτουργία του. Καλό θα ήταν να μην ξεχνά ότι, υποκύπτοντας στις σειρήνες του δικού της λαϊκισμού, οι πολίτες αυτής της χώρας επέλεξαν μια άλλη οδό. Σήμερα πληρώνουν το κόστος.