Ξεκινήσαμε κατά τις δέκα το πρωί (κοσμική ώρα) με επίμονο ψιλόβροχο και κοκορόχιονο –παραμονή Χριστουγέννων. Ο γέροντας Θεόδωρος της Μαμής προσφέρθηκε να με οδηγήσει απ’ το κελί του Ιωαννίκιου, έξω απ’ τις Καρυές, στο κελί των Μυτιληναίων, κοντά στη σκήτη του Βατοπεδίου, έξι ώρες διαδρομή με τα πόδια, τριάντα πέντε χιλιόμετρα μακριά, μέσα από άγριο τοπίο και μονοπάτια που λίγοι γνωρίζουν. Ο καιρός ήταν πολύ κακός, έβρεχε εδώ και δυο μέρες ανελέητα –αλλά έπρεπε να πάω να δω έναν ξάδερφό μου καλόγερο που αθλούσε εκεί, στους Μυτιληναίους, να υπογράψει κάτι χαρτιά για τα κληρονομικά της οικογένειας.
Ο γέροντας Θεόδωρος είχε αρπάξει μια μπουκάλα τσίπουρο, την έκρυψε στο ζωστικό του, ντυθήκαμε καλά, φορέσαμε από πάνω μια νιτσεράδα, πήραμε από μια γκλίτσα και βγήκαμε στον δρόμο –ήδη στο πρώτο πεντάλεπτο πεζοπορίας είχαμε γίνει μούσκεμα σχεδόν κατάσαρκα.
Ο Θεόδωρος προχωρούσε γοργά πέντε βήματα μπροστά μου, σαν αερικό. Δυσκολευόμουνα να ακολουθήσω τον ρυθμό του, παρότι ήμουν είκοσι χρόνια νεότερος –μας χτυπούσε η βροχή από διάφορες μεριές και δυσκολευόμουν απ’ τη λάσπη, τις πέτρες και το ανώμαλο του εδάφους. Κεραυνοί έπεφταν στα βουνά και ριπές ανέμου μάς βίτσιζαν από παντού –αλλ’ αυτός συνέχιζε απτόητος μουρμουροψέλνοντας, θολός μέσα στο βροχόχιονο, μαύρη οπτασία, αρνούμενος να μειώσει το βήμα του. Κάθε τόσο, χωρίς να σταματήσει, φώναζε με δυνατή φωνή στα τυφλά:
–Ευλογημένοι κυνηγοί, μη μας πυροβολήσετε, άνθρωποι είμαστε κι όχι αγριογούρουνα!
Ηξερε ότι υπήρχε αυτός ο κίνδυνος γιατί τέτοιες μέρες πλανώνται κυνηγοί στα γύρω μέρη, κοσμικοί που υπηρετούν στον Αθω, ψάχνοντας για γουρούνια.
Παρατηρούσα πάλι επίμονα από πίσω τον γέροντα Θεόδωρο και σκεφτόμουνα πως η αθωότητα είναι ανώτερη της εξυπνάδας, υψηλότερη και της ιδιοφυΐας. Το έβλεπα ανέκαθεν πάνω του: με πλησίαζε και υπήρχε και δεν υπήρχε ταυτόχρονα. Νόμιζα ότι αν απλώσω το χέρι μου θα τον διαπεράσω, ότι είναι άυλος. Παρά το ευδιάχυτο των αισθημάτων του, τον ένιωθα και δεν τον ένιωθα. Ηταν νόημα και μη νόημα, ασκός εν πάχνη. Κρατούσε το πρωί, πριν φύγουμε, το ποτηράκι του τσίπουρου με τέτοιο σεβασμό και δέος, λες κι ήταν ιερό σκεύος. Προηγουμένως το είχε πλύνει αργά, επίμονα, σχολαστικά. Το είχε σκουπίσει και γυαλίσει προσεκτικά και έλεγξε την απόλυτη, ακηλίδωτη διαπερατότητα του γυαλιού κοιτώντας το κόντρα στο φως. Μετά έβαλε λίγο τσίπουρο και πριν το πιει αργά, απολαυστικά, το δοκίμασε, το γεύτηκε ηδονικά στα χείλη και στη γλώσσα. Αυτό το έκανε σε κάθε γουλιά. Κάθε λίγο έτρωγε με μεγάλη απόλαυση μερικά απ’ τα ζεματισμένα χόρτα που είχε δίπλα του στο τραπέζι, ραδίκια, αντίδια κι άλλα που ήξερε και μάζευε ο ίδιος. Μόνο χορταρικά και ψωμί έτρωγε αυτός ο γέροντας, ο Θεόδωρος της Μαμής, εδώ και πενήντα ένα χρόνια που έκανε την αποταγή του και μπήκε καλογεράκι στο Ορος, το 1948 –και ήμασταν στα 1999, παραμονές Χριστουγέννων, όπως είπα, στο κελί του Ιωαννίκιου, του γκάνγκστερ. Ετσι τον έλεγε ο Θεόδωρος: εσύ δεν είσαι καλόγερος, είσαι «γκάνγκστερ», γιατί ο Ιωαννίκιος απλώς είχε βγει πολλές φορές απ’ τον Αθω και είχε ταξιδέψει στην Αθήνα, στη Σουηδία και στην Αφρική για μοναστηριακές υποθέσεις.
Δεν είχα γνωρίσει πιο αθώο άνθρωπο απ’ αυτόν τον γέροντα, τον Θεόδωρο της Μαμής, τον ξυλογλύπτη –καθετί το αντιμετώπιζε ως δώρο Θεού. Του έδινες ένα πορτοκάλι και το κρατούσε με δέος και θαυμασμό, σαν κάποιος που μόλις του είχαν δωρίσει μια πλάκα χρυσού. Το οτιδήποτε ήταν γι’ αυτόν ένα θαύμα –είχε έναν γκαζοντενεκέ και ακόμα και τα ζιζάνια και τα έντομα του μπαχτσέ, στο κελί της Αγίας Τριάδας κοντά στη σκήτη του Κουτλουμουσίου, όπου έμενε επί δεκαετίες με τον γέροντά του, δεν τα πείραζε, παρά τα μάζευε εκεί μέσα, στον ντενεκέ, και πήγαινε εκατό μέτρα πιο πέρα και τα άφηνε σε ήσυχο και απάτητο μέρος. Με το που μπήκε στον Αθω έγινε υποτακτικός του γέροντα Σωφρόνιου που τον έλεγαν Μαμή, γιατί σε οποιοδήποτε κελί και σκήτη αν πήγαινε, επισκεπτόταν ή μετοικούσε, μπορούσε να βρει πού είχαν κρύψει χρυσές λίρες ή λεφτά οι προηγούμενοι αθλήσαντες καλόγεροι που είχαν πεθάνει –θαρρείς και τις μύριζε. Είχε αυτό το χάρισμα, ήταν κάτι σαν μέντιουμ. Γι’ αυτό τον έβγαλαν έτσι –εξού και ο Θεόδωρος της Μαμής, που υπηρέτησε τον Σωφρόνιο με απόλυτη αγάπη και σεβασμό επί πολλά χρόνια. Από εκείνον διδάχτηκε την ξυλογλυπτική, πώς να φτιάχνει θυμίαμα και κομποσκοίνια, απ’ τα οποία εξοικονομούσαν τα προς το ζην πουλώντας τα σε μαγαζιά, στις Καρυές –κυρίως όμως είχε γίνει δεινός, φημισμένος ξυλογλύπτης.
Οταν πέθανε η Μαμή, ο Θεόδωρος που τον αγαπούσε υπερβολικά, έπεσε σε βαθιά μελαγχολία και το γύρισε στο πιοτό. Σε έξι μήνες έγινε αλκοολικός, αλλά το τσίπουρο (και το κονιάκ που του έφερνα εγώ) δεν τον πείραζε ιδιαίτερα, εφόσον μια ζωή σχεδόν τρώει μόνο ζεματιστά χόρτα και άρτο. Τίποτε άλλο. Και παρά το αλκοόλ, κρατάει όλες τις νηστείες ευλαβικά, έχει ευστάθεια τρόπων, τηρεί σεβαστικά την ιεραρχία και κάνει τις πιο δύσκολες χειρωνακτικές δουλειές –πέρυσι τον είδα να έχει στον ώμο του ένα σακί τσιμέντο πενήντα κιλών και να το ανεβάζει τρέχοντας στην ανηφόρα, σε κάτι επισκευές που έκαναν σε ένα γεφυράκι κάτι κοσμικοί εργάτες λίγο πιο πάνω απ’ το κελί του. Ηταν μισομεθυσμένος και ανέβαζε τα σακιά τρέχοντας –έχει ακόμα, στην ηλικία του, πεντακάθαρο και υγιέστατο οργανισμό, ίσως λόγω χορτοφαγίας.
Πέρυσι, το 1998, έπρεπε να βγει απ’ το Ορος και να κάνει μια εγχείρηση καταρράκτη στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, με το οποίο οι Μονές έχουν κάποια σύμβαση. Ηρθα να τον πάρω και να τον συνοδεύσω –με χίλια ζόρια μπήκε στο ασθενοφόρο. Φώναζε, ούρλιαζε, δεν ήθελε, επέμενε ότι θα τον γειάνει ο Θεός. Είχε να βγει πενήντα χρόνια απ’ τον Αθω –τελικά τον σύραμε σχεδόν και η επέμβαση πήγε καλά. Θεραπεύτηκε. Και είδε τον έξω κόσμο ύστερα από πέντε δεκαετίες –μετά που τον ρώτησα τι του έκανε εντύπωση στη διαδρομή, μου είπε για ένα παρκάκι που ήταν δίπλα στο νοσοκομείο και είχε μέσα πέντε αναμμένους γλόμπους:
–Είδα εκείνο το λιβάδι, με τα πέντε φεγγάρια. Πρώτη φορά είδα πέντε φεγγάρια μαζί.
Τον ρώτησα πώς του φάνηκαν οι γυναίκες.
Απάντησε:
–Είναι σαν τους Αλβανούς. Με μακριά μαλλιά και τσουλούφια.
Ο καιρός χειροτέρευε. Προχωρούσαμε ανάμεσα στα βουνά, όλο και πιο δύσκολα, υπό κόλαφον βροχής. Δυο φορές ο γέροντας, που κάθε τόσο τραβούσε την μπουκάλα απ’ το ζωστικό του κι έπινε τσίπουρο, γλίστρησε και κουτρουβαλίστηκε –την τρίτη παραλίγο να πέσει σε έναν μικρό γκρεμό, αλλά πρόλαβε και πιάστηκε από κάτι τσαλιά, έκοψε τη φόρα και μετά αρπάχτηκε απ’ τη ρίζα μιας παλαβής συκιάς. Ετρεξα και τον τράβηξα με δυσκολία –είχε αγκυρώσει τα χέρια του ασφαλώς, τα χέρια του που ήταν πολύ δυνατά απ’ την ξυλογλυπτική, και έτσι, ευτυχώς, σώθηκε. Αλλά από εκεί και πέρα άρχισα να προχωρώ δίπλα του, να τον προσέχω, γιατί έπινε όλο και περισσότερο. Το ζωστικό του είχε άσχημα σκιστεί. Ομως δεν τον ένοιαξε –συνέχιζε σταθερά το περπάτημα ενώ μιλούσε για διάφορα μόνος του, ανακάτευε εποχές, αφηγούνταν περίεργες ιστορίες, παραληρούσε κι έβγαζε δικά του, απρόβλεπτα προσωπικά συμπεράσματα. Λόγω της απόλυτης και σεπτής αθωότητάς του, είχε μιαν εντελώς ποιητική αντίληψη του κόσμου. Εμπλεκε τον Ελευθέριο Βενιζέλο με τον Ιουστινιανό, την Αννα Κομνηνή με τη γιαγιά του και όλο θυμούνταν κάθε τόσο τον αγιοχώματο Σωφρόνιο, τη Μαμή, που εδώ και μερικά χρόνια διέτριβε εν ουρανώ. Ο γέροντας Θεόδωρος έδινε στα πράγματα σχήματα που δίνει μόνο ο μύθος. Η χάρις του με επισκίαζε και τον άκουγα άναυδος. Το νεροπόντι, το διαρκές ρυθμικό περπάτημα, το ανεμόχολο και το αλκοόλ που έπινε τον ενέπνεαν και αναβόσβηνε, φωσφόριζε ορεξάτος και διαφανής βαδίζοντας, σχεδόν διαφεύγοντας ανάμεσα στα θολά επάργυρα βουνά, τους επηρμένους λόφους και τις βύθιες κατόψεις των γκρεμών –ενώ η άχνα των υδάτων και το διπλοσάρωμα του ανέμου σχετικοποιούσαν τα πάντα γύρω, σαν να πλανιόμασταν νύκτωρ με αντηλιά, έτσι που νόμιζα πως περπατούσαμε στα θολά προάστια της Ουτοπίας. Ο γέροντας έλεγε κάθε τόσο διάφορα, έκανε χύμα εξαγόρευση λογισμών μπερδεύοντας τους χρόνους, αλλάζοντας συχνά τις λέξεις και το νόημά τους –τον άκουγα αποσπασματικά πασκίζοντας να προλαβαίνω το βήμα του. Είπε κάτι σαν «Εψές με επισκέφτηκε ο συγγραφεύς Δημήτριος Βικέλας» και μετά άκουσα να λέει «Ανέκαθεν όλοι ήμασταν ερασιτέχνες γέροι». Υστερα μου φάνηκε ότι είπε «Μέλισσες που κηροπλαστούν εξαγωνικές σύριγγες», κατόπιν «Τα ονόματα είναι νεότερα των πραγμάτων» ή κάτι τέτοιο ανάμεσα σε άλλα, ακατανόητα –μάλλον κάποιο απόσπασμα του Γρηγορίου του Παλαμά. Είδε κάτι μίζερα δέντρα και αντί καχεκτικά τα είπε «καχύποπτα». Τον ρώτησα, λαχανιασμένος:
–Γέροντα, έχεις δει ποτέ τηλεόραση;
–Βέβαια, απάντησε, αυτό που έχει από κάτω τρανζίστορ κι από πάνω έναν καθρέφτη;
Δύσκολα κρατήθηκα να μη γελάσω. Τα χείλη του ήταν στόμιο πώλου αδαούς.
Η πραότητα και η αφέλειά του παροιμιώδεις –μια φορά έφτιαξε πενήντα κιλά θυμίαμα και πήγε να το πουλήσει στις Καρυές. Εκεί κάποιος πονηρός καλόγερος τον ξεγέλασε και του το πήρε δίνοντάς του δήθεν σπάνια, ακριβά παλιά βιβλία που πήγε μετά να τα πουλήσει στο βιβλιοπωλείο. Ο βιβλιοπώλης του είπε ότι είναι πλαστά, καινούργια, και του έδωσε σύνολο πενήντα ευρώ, ενώ το θυμίαμα άξιζε χίλια πεντακόσια. Με τα πενήντα ο Θεόδωρος πήγε στο παντοπωλείο και πήρε ένα μπουκάλι καλό κονιάκ Μεταξά, που του το χρέωσε ο μπακάλης τριάντα πέντε ευρώ. Ηρθε, λοιπόν, μετά, ο γέροντας στο κελί του Ιωαννίκιου και τον ρωτάει:
–Γκάνγκστερ, εσύ, που είσαι κοσμογυρισμένος, πες μου πώς από χίλια πεντακόσια ευρώ που άξιζε το θυμίαμα πήρα μόνο ένα μπουκάλι κονιάκ και μου έμειναν μόνο δεκαπέντε ευρώ;
Κι ο Ιωαννίκιος του λέει:
–Ετσι είναι το εμπόριο.
Και μετά:
–Αλλά εσύ δεν είσαι έμπορος. Ασε να πουλάει αυτά που φτιάχνετε η Μαμή, που είναι μέτριος ξυλογλύπτης, αλλά οσφραίνεται το χρήμα. Πάντα οι ατάλαντοι είναι καλύτεροι στις δημόσιες σχέσεις και στο εμπόριο. Οσο πιο μέτριος είναι κάποιος πάνω στη σκηνή τόσο πιο πονηρός είναι στα παρασκήνια. Εσύ δεν είσαι για αλισβερίσια, αλλά φημισμένος ξυλογλύπτης. Είσαι καλλιτέχνης. Προσφοράρης.
Περπατούσαµε τώρα πιο προσεκτικά ανάμεσα σε αχνούς ομίχλης, όταν ξαφνικά ακούστηκαν σε κοντινή απόσταση πυροβολισμοί. Ο γέροντας στάθηκε για λίγο κι επανέλαβε, πάλι, δυο φορές φωνάζοντας δυνατά:
Συνεχίζαμε βαδίζοντας –περπατούσαμε τέσσερις ώρες συνεχώς και είχα εξαντληθεί, ενώ ο Θεόδωρος, και παρά το τσίπουρο που είχε πιει, πήγαινε ανάλαφρος, φρέσκος, σαν να είχαμε μόλις ξεκινήσει.
Του ζήτησα να ξεκουραστούμε λίγο –σταθήκαμε δίπλα σε έναν βράχο, καλυμμένοι κάπως απ’ τον αέρα και τη βροχή. Εκεί άρχισε να μου λέει για το χωριό του –καταγόταν απ’ την Κνίδη Γρεβενών –και για το τι τράβηξε όταν ήταν νεόκουρος μοναχός απ’ τη Μαμή. Τον έστελνε για διακονήματα σε άλλα μακρινά μοναστήρια και ήταν αναγκασμένος να περπατάει δεκαοκτώ ώρες συνεχώς, πηγαινέλα. Μόλις γύριζε, τον ξανάστελνε αμέσως, χωρίς ανάπαυση, ο Σωφρόνιος σε άλλη αποστολή που είχε άλλες έξι ώρες συνεχές βάδισμα. Αλλά έτσι κατάλαβα, μου είπε ο Θεόδωρος, την αξία και τη σημασία της υπακοής –άρχισα να βιώνω, να νιώθω μέσα μου το φως του μοναχισμού. Την αγαλλίαση της ζώσας σιγής. Δεν έκανα, πια, κανέναν γογγυσμό. Υπάκουα πρόθυμα. Ο ιδρώτας μου δεν ξίνιζε πλέον, δεν μου μύριζε, αλλά ένιωθα ότι ευωδιάζει μύρο και αγριοκυπάρισσο. Μπορεί να είναι άλλος ο φυσικός πατέρας μου, αλλά νιώθω κατά χάριν υιός του Σωφρόνιου.
Ενώ μιλούσε παρατηρούσα τα χέρια του. Ηταν πανέμορφα, πολύ δυνατά, γυμνασμένα και απ’ τις δουλειές, αν και ταλαιπωρημένα απ’ την ξυλογλυπτική που την υπεραγαπούσε και εξαιτίας της μαράζωσε ύστερα από μια πενταετία και πέθανε: τέσσερα χρόνια έπειτα απ’ αυτή την οδοιπορία που διηγούμαι τον βρήκαν δύο φορές πεσμένο σε χαντάκια λόγω του αλκοόλ και, πια, των γηρατειών. Τον πήραν, του δώσανε ένα κελί στη Μονή Κωνσταμονίτου και τον γηροκομούσαν –μια μέρα είχε πιει και πήγε να ανάψει στο κελί του τη σόμπα, αλλά κάηκε άσχημα στο δεξί του χέρι που ήδη, από πριν, έτρεμε, και δεν μπορούσε πια να σκαλίσει τα ξύλα, να κάνει ξυλογλυπτική. Και εξαιτίας αυτού, χωρίς να έχει καμιάν αρρώστια, μαράζωσε, έλιωσε σιγά σιγά και σε λίγο καιρό κοιμήθηκε.
Ξεκινήσαµε πάλι περπατώντας με ανανεωμένη διάθεση και κουράγιο –σουρούπωνε και φοβόμουνα μη χάσουμε τα μονοπάτια κι επιπλέον είχαν αρχίσει να ουρλιάζουν από μακριά λύκοι κι άλλα αγρίμια που μας είχαν μυρίσει και ολοένα πλησίαζαν. Δεν είχα πάνω μου και κανένα όπλο, ούτε καν μαχαίρι, τίποτε –μόνο την γκλίτσα. Ρωτώ τον Θεόδωρο κι αυτός μου λέει πως δεν κουβαλάει παρά μόνο ένα σουγιαδάκι για να κόβει τα χόρτα που τρώει. Ταχύναμε το βήμα από φόβο, αν και ήμασταν ετοιμόρροποι, κατάκοποι, και φτάσαμε τελικά, ύστερα από εφτά συνολικά ώρες, παγωμένοι μέχρι μυελού, μουσκεμένοι ολόκληροι, με σκισμένα ρούχα, κατάκοποι, σχεδόν ημιθανείς (δηλαδή εγώ –γιατί ο γέροντας φαινόταν ακόμα να αντέχει), στο κελί των Μυτιληναίων, σε έναν τόπο άγριο κι απροσπέλαστο μέσα στο βουνό, σε απόλυτη ησυχία, πια, γιατί η βροχή είχε κόψει. Τα χέρια μας ήταν ξυλιασμένα και τα πόδια μας παπουδιασμένα απ’ το νερό, κούτσουρα. Λίγο πριν βραδιάσει, ο Θεόδωρος πήγε και μάζεψε χόρτα για να τα φάει αργότερα. Και τώρα είχε, πια, νυχτώσει –καθυστερήσαμε πολύ λόγω του καιρού και η μικρή πύλη του κελιού ήταν κλειστή. Ο γέροντας πήγε και την έκρουσε διακριτικά. Επειτα από λίγη ώρα μισανοίγει ένας νέος, μελαχρινός καλόγερος, δύσπιστα, προσεκτικά. Του λέει ο Θεόδωρος:
–Καλησπέρα, αδελφέ. Εχουμε την ευλογία να μπούμε, να ξεκουραστούμε, γιατί περπατούμε εφτά ώρες στη βροχή;
Ο καλόγερος τον περιεργάστηκε, τρόμαξε λίγο από το πόσο ταλαιπωρημένοι ήμασταν, δίστασε –τότε βγήκα εγώ μπροστά και του είπα πως ερχόμαστε για να συναντήσω τον ξάδερφό μου, τον γέροντα Αρσένιο, ότι ήταν επείγον να του μιλήσω για κάποια οικογενειακά ζητήματα.
Ο νεαρός καλόγερος άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε επιτέλους στο αρχονταρίκι –ένα περιποιημένο, λιτό δωμάτιο με λουλακί καναπέδες. Καθήσαμε και ο μοναχός μάς πρόσφερε ένα ποτηράκι τσίπουρο και λουκούμι, λέγοντάς μας να περιμένουμε να μας φέρει να αλλάξουμε ρούχα. Πριν ξεντυθούμε, ο Θεόδωρος έβγαλε απ’ το μουσκεμένο ζωστικό του έναν ωραιότατο, ανάγλυφο ξύλινο σταυρό, διπλής όψεως, μήκους γύρω στα δώδεκα εκατοστά, τυλιγμένο σε βρεγμένο ρυζόχαρτο, που τον είχε σκαλίσει ο ίδιος, και τον έδωσε στον νεαρό καλόγερο που λεγότανε Δημήτριος, τον χάρισε για ευλογία στο κελί. Εκείνος τον ευχαρίστησε, πήγε μέσα και σε λίγο γύρισε με πετσέτες και με δύο καθαρά ράσα, στεγνές, μάλλινες κάλτσες και παντόφλες –δεν υπήρχαν ρούχα για λαϊκούς στο κελί. Κι έτσι για πρώτη φορά ντύθηκα καλόγερος και ίσως να φαινόμουνα σχεδόν κανονικός γέροντας, μιας και είχα κιόλας γένια τριών ημερών. Ηθελα να δω πώς είμαι, αλλά ευτυχώς δεν υπήρχε πουθενά καθρέφτης. Το ζωστικό μού ερχότανε καλό επάνω, αλλά στα πόδια ήταν κάπως κοντό. Του Θεόδωρου ήταν πολύ φαρδύ, έπλεε μέσα του, αλλά ούτε που έδωσε σημασία –ίσως τον βόλεψε κιόλας γιατί τον είδα να παίρνει απ’ το βρεγμένο του ζωστικό το σουγιαδάκι και την μπουκάλα με το τσίπουρο, απ’ το οποίο είχε πιει ήδη το ένα τρίτο, και να τα κρύβει μέσα στο νέο, στεγνό, φαρδύ του ράσο.
Αλλάξαμε, λοιπόν, πήρε ο Δημήτριος τα ρούχα να τα βάλει να στεγνώσουν και μετά μας πέρασε μέσα –ήδη εμείς ακούγαμε γλυκύτατες ψαλμωδίες από πριν. Το κελί ήταν ως συνήθως χτισμένο σταυροειδώς και είχε, εκτός από το αρχονταρίκι, άλλα έξι μικρά δωμάτια – κελιά μοναχών, διάδρομο ενδιάμεσα, έναν χώρο σαν σαλόνι, μια κουζίνα και μια μικρή εκκλησιά στο βάθος, απέναντι. Νιώθαμε επιτέλους ζέστη, τη θαλπωρή των χώρων όπου κυριαρχούσε διακριτική φωταψία και υποβολή απ’ τα κεριά που έκαιγαν, απ’ το απέριττο των τοίχων όπου τρεμόπαιζαν μυστηριακές σκιές, θαρρείς απ’ τις ψυχές προηγούμενων καλογέρων που είχαν αθλήσει εδώ και στοιχειώσει μέσα στο κτίσμα, κι από τις ψαλμωδίες που έρχονταν απ’ το βάθος, απ’ την εκκλησίτσα. Ενιωθα ήδη κάποιο είδος σιγουριάς και διακριτικής θέρμης στα όρια της αγαλλίασης. Δεν ήμουνα ποτέ ιδιαίτερα θρήσκος, αλλά τώρα, λόγω της στέρησης και της ταλαιπωρίας μας, όλη μέρα, του κρύου και της πείνας, ένιωσα καλύτερα τη σημασία της νηστείας (που δεν έκανα ποτέ) και κατάλαβα πως η απόλαυση είναι συνάρτηση της αποχής. Εβλεπα αυτά τα νέα καλογέρια και είπα μέσα μου: αν αφεθείς, τότε θα τους αισθανθείς. Και πράγματι, είχα περιέλθει σε μια κατάσταση που κατανοούσα κάπως καλύτερα αυτούς τους νεαρούς μοναχούς. Ενιωθα κάποια κένωση απ’ την οδοιπορία, την πείνα, το κρύο και την κόπωση και βίωνα την υποδοχή, τη φιλοξενία σε αυτό το λιτό κελί με βαθιά συγκίνηση.
Ο Δημήτριος μας πήγε να ζεσταθούμε λίγο μπροστά στο τζάκι του κεντρικού χώρου, να συνέλθουμε, και μετά προχωρήσαμε προς την εκκλησία. Ηταν ελάχιστη, με ιερό που χωρούσε έναν άνθρωπο, μικρή ιερή τράπεζα μπροστά και έξι στασίδια γύρω. Πιάσαμε από ένα στασίδι, ενώ ο Αρσένιος, ο ξάδερφός μου, που με χαιρέτησε με ένα νεύμα χωρίς να διακόψει τη λειτουργία, και ο Συμεών, κι αυτός απ’ τη Μυτιλήνη, συνέχιζαν τις υποβλητικές ψαλμωδίες –συνάμα μπήκαν και άρχισαν να τους συνοδεύουν και ο Δημήτριος και ο Θεόδωρος. Εψαλλαν το «Χριστός γεννάται εκ της Παρθένου», το «Μεγάλυνον ψυχή μου», το «Μυστήριον ξένον» και άλλα τροπάρια και καταβασίες, έτσι που είχαμε φτάσει σιγά σιγά, ανεπαίσθητα, σε ένα είδος υπερβατικής υποβολής, συνήχησης και συγκίνησης που δεν είχα ξανανιώσει μέσα σε εκκλησιά. Γύριζα διακριτικά και έβλεπα τον Θεόδωρο που σε ορισμένες στιγμές δάκρυζε, έτρεμε το πιγούνι του, και μου φαινόταν πως στέκει μετέωρος, ως βρέφος, ως αμνός μέσα σε μια νεφέλη ανύποπτης και λευκής αθωότητας.
Μετά τη λειτουργία αγκαλιαστήκαμε όλοι κι ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλον «Καλά Χριστούγεννα». Ο Δημήτριος έκανε τις συστάσεις –ο ξάδερφός μου ο Αρσένιος ευχαριστήθηκε πολύ που με είδε και με έσφιξε στο στήθος του με θέρμη.
Σε λίγο ο Δημήτριος που ήταν φιλοξενούμενος –είχε κατεβεί από τη σκήτη του Βατοπεδίου να συνεορτάσει με τους Μυτιληναίους –πήγε στην κουζίνα όπου είχε φέρει και ετοιμάσει βραστό βακαλάο με ρύζι. Ο Θεόδωρος έτρεξε κοντά του και του ζήτησε να ζεματίσει τα χόρτα του –του εξήγησε πως μόνο απ’ αυτά έτρωγε.
Καθήσαμε στην τράπεζα –οι γέροντες θα γεύονταν φαγητό πρώτη φορά ύστερα από μακρά νηστεία. Σταθήκαμε σιωπηλοί –ο Δημήτριος άρχισε να σερβίρει άρτο και να γεμίζει τελετουργικά τα πιάτα με το φαγητό.
Ο Θεόδωρος είχε φέρει μια πιατελίτσα με τα χόρτα του και περίμενε.
Ο Δημήτριος, αφού μας μοίρασε το ρύζι και τον βακαλάο, σέρβιρε και από ένα ποτήρι λευκό κρασί στον καθένα –εκείνη τη στιγμή ο Θεόδωρος είπε «Να βάλω λίγο νερό» και γρήγορα πήγε μόνος του στην κουζίνα όπου γέμισε ένα νεροπότηρο ώς απάνω, ώς τα χείλη σχεδόν, με το τσίπουρο που έκρυβε στο ζωστικό του. Γύρισε και το άφησε μπροστά του –επειδή ήταν διαφανές φαινόταν σαν νερό.
Οι γέροντες έκαναν όλοι τον σταυρό τους και άρχισαν (όπως κι εγώ) να τρώνε με όρεξη, ενώ παρατηρούσαν με περιέργεια, πλάγια, τον Θεόδωρο που απολάμβανε αργά τα χόρτα του, σαν να ήταν το πιο σπάνιο, ακριβό και νόστιμο έδεσμα. Ο ξάδερφός μου ο Αρσένιος δεν άντεξε και του είπε:
–Αδερφέ, καλά να τρως μόνο χόρτα, αλλά δεν πίνεις ένα ποτήρι κρασί, χρονιάρα μέρα που είναι… Μόνο νερό;
Κι ο Θεόδωρος, σηκώνοντας το νεροπότηρο και κρατώντας το με δέος, σαν ιερό δισκοπότηρο, αφού γεύτηκε καλά και μετά κατάπιε μια γερή γουλιά τσίπουρο ως μεταλαβιά, απάντησε:
–Μόνο νερό. Ας με συγχωρήσει ο Χριστούλης μας. Μόνο νερό, αδερφέ. Δώρο Θεού. Ευλογημένο να ‘ναι.