Πηχτό σκοτάδι η ψυχή του ανθρώπου. Μαύρο, βουβό, ανεξερεύνητο. Ενα κρυμμένο τέρας που κατατρώει τα σωθικά του. Και όταν τελειώσει το έργο του αποκαλύπτονται τα απόκρυφα.

Δειλοί που γίνονται ήρωες. Σκληροί που μωροκλαίνε. Καλοκάγαθοι που αφανίζουν την οικογένειά τους. Ντροπαλοί που πιάνουν το λάβαρο της επανάστασης. Κολασμένοι που μονάζουν. Μοναχοί που κολάζουν.

Ο άνθρωπος είναι τα παιδικά του χρόνια. Οι πληγές της ψυχής του που κουβαλά όπως η χελώνα το καβούκι.

Βαρύ αλλά δεν το βλέπουμε. Κοιτούμε όμως του διπλανού μας. Και κρίνουμε το μέγεθός του, τα σημάδια του.

Γινόμαστε αυστηροί δικαστές και καταδικάζουμε σε ισόβια τις μαύρες ψυχές. Ποιοι; Εμείς που τα εσώψυχά μας είναι πιο σκοτεινά από τον βυθό του ωκεανού.

Ετσι όμως είναι ο άνθρωπος. Ενα κνώδαλο, το πιο άγριο και αδηφάγο. Κατασπαράζει τα απομεινάρια των πτωμάτων, χωρίς να θέλει να μάθει. Του αρκεί το άψυχο σώμα που κείτεται.

Και όταν πέσει το σκοτάδι, παύουμε να είμαστε αυτό που φαινόμαστε. Γινόμαστε αυτό που είμαστε. Οι ποιητές, οι εραστές, οι δολοφόνοι. Γιατί η ψυχή ξυπνά στο σκοτάδι.

Της αρέσει να κρύβεται, πρώτα από το ίδιο το σώμα που την κουβαλά και μετά από τους υπόλοιπους.

Η ζωή του ανθρώπου είναι ένα μόνιμο παιχνίδι με την ψυχή του. Εκεί που νομίζει πως τη βλέπει, την ελέγχει, την καθοδηγεί, εκεί τη χάνει. Και μαζί της χάνει και τη λογική. Κι αν είναι τυχερός και την βρει ξανά, συνεχίζει το αέναο παιχνίδι μαζί της.

Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που βλέπει στα σκοτάδια της ψυχής του και δεν ψάχνει τα σκοτάδια των διπλανών ψυχών. Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που αποδέχεται τις χαρακιές της ψυχής του και δεν ψάχνει τις χαρακιές των διπλανών. Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που δεν χαράζει τις ψυχές των αγαπημένων του για να απαλύνει τον δικό του πόνο.

Καλά Χριστούγεννα…