Πού είχαμε καταχωνιάσει μέσα μας, τα χρόνια πριν από το 2010, όλο αυτό το μίσος; Και τι άνοιξε τους κρουνούς του; Είναι απότοκο της οικονομικής κρίσης και της ανέχειας; Η φτώχεια σε κάνει πιο κακό άνθρωπο; Φταίει η αντιμνημονιακή ρητορική των ψόφων που καλλιεργήθηκε από τα δύο άκρα στις πλατείες των Αγανακτισμένων; Φταίει η έκπτωση του επίσημου πολιτικού λόγου που θα εικονογραφείται στο διηνεκές της Ιστορίας από το στιγμιότυπο με τον Πάνο Καμμένο να ουρλιάζει μέσα στη Βουλή «Εσείς, στα τέσσερα»; Φταίει ο διχασμός του δημοψηφίσματος; Η αναπαραγωγή του Εμφυλίου; Ή μήπως η ψευτοπαλικαριά του «κυρίαρχου του παιχνιδιού» που σου δίνουν τα σόσιαλ μίντια όταν νομίζεις πως απέναντί σου δεν είναι η οθόνη του λάπτοπ ή του κινητού σου αλλά ένα απέραντο ακροατήριο σε συνθήκες ρωμαϊκής αρένας;
Κανείς από τους παραπάνω λόγους δεν θα ήταν από μόνος του ικανός να ενεργοποιήσει τόσο μίσος αν αυτό δεν ήταν το όπιο του λαού –για να παραφράσουμε τον Μαρξ. Ολα τα παραπάνω συνέργησαν ώστε να επινοήσει ο μέσος Ελληνας φαντασιακούς εχθρούς για να βολέψει πίσω από αυτούς τα δικά του ελλείμματα. Τη Μέρκελ στην αρχή, σύσσωμη την Ευρώπη αργότερα, τον καπιταλισμό, τους προηγούμενους, τους επόμενους, τους «άλλους». Το μίσος υποδηλώνει άγνοια και, κυρίως, αδυναμία. Είτε από τη μία είτε από την άλλη είτε και από τις δύο εμφορούνται και η κυρία που σχολιάζει έναν θάνατο με μίσος και οι γραφικοί απέλπιδες δικτατορίσκοι του Ιντερνετ και τα τρολ που κοστολογούν τη διαδικτυακή χολή προς 60 λεπτά το κομμάτι. Αλλά, βρε παιδιά, πέντε χολές για μια ζαμπονοτυρόπιτα; Νομίζω ότι σας ρίχνουν σε αυτό το ιδιότυπο εμπόριο του μίσους.