Η ομιλία του στο 11ο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας είχε την επικοινωνιακή απήχηση που αναζητά ένα κόμμα πέρα από το κομματικό ακροατήριο. Ακόμη και αν οι σύνεδροι – ή αργότερα οι χρήστες του Διαδικτύου – άκουσαν έναν επιμελημένα αυθόρμητο λόγο, η εντύπωση παρέμεινε: ένας «παρείσακτος» που λέει αλήθειες. Αναπόφευκτα η ομιλία προκάλεσε και τους – αναμενόμενους – μύδρους από τους ιεροκήρυκες του ηθικού πλεονεκτήματος.
Κατά μία έννοια, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης προσφέρει έναν εύκολο στόχο για τους τιμητές της αριστεροσύνης. Είναι αυτοδημιούργητος και παίζει με τους όρους της ελεύθερης αγοράς. Θεωρεί ότι στα πανεπιστήμια δρουν «ανεξέλεγκτες ομάδες που τα χρησιμοποιούν σαν ορμητήριο και τσιφλίκι τους» (δικά του τα λόγια από την ομιλία). Και, πάνω απ’ όλα, δεν συμμετέχει στην μπαρουτοκαπνισμένη λίγκα των καλλιτεχνών που ψήφισαν «ελπίδα» για να δηλώσουν στη συνέχεια «μεταμελημένοι» και παραπλανημένοι από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Μαρκουλάκης δεν είναι Κλέων Γρηγοριάδης και δεν συντονίζεται με το ψεύδισμα επαναστατικότητας τύπου Μποφίλιου. Ψηφίζει Ευρώπη «παρά τις αρρυθμίες της» και απορρίπτει το θεώρημα των «δύο Ελλάδων», η μία εκ των οποίων επιστρέφει στη δεκαετία του 1940 για να αναβαπτιστεί σε εμφυλιακά σλόγκαν.
Η στοχοποίηση Μαρκουλάκη δεν ξεκινά καν από το δημοψήφισμα του 2015, όταν ο ηθοποιός υποστήριξε το Ναι. Ξεκινά από το 2009, όταν υπέγραψε την ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος Δράση και ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ψηφοδέλτιό της. Το 2014, πάλι, εξέφρασε την υποστήριξή του στο Ποτάμι. Με άλλα λόγια, ο Μαρκουλάκης ταυτίστηκε από νωρίς με τη λέξη που θα αποτελούσε το μαγικό ταμπού της πρώτη φορά Αριστεράς: «φιλελεύθερος».
Εκφράζοντας πλέον τη στήριξή του στον Κυριάκο Μητσοτάκη (παρόλο που έχει καταψηφίσει το κόμμα, όπως είπε) είχε μόνο να χάσει, κατά το εύστοχο σχόλιο του Χρήστου Χωμενίδη. Διακινδύνευσε τη «μαζικότητα» «σοκάροντας» το ακροατήριό του. Και αν οι θεατές που προσέρχονται στις παραστάσεις του δεν ψηφίζουν ΝΔ; Και αν μετέχουν στη ρητορική της «εσφαλμένης ευκαιρίας» προς τον Τσίπρα; Ηθοποιός που δεν κράτησε στο παρελθόν τη σημαία του κομματικού διπολισμού, ο Μαρκουλάκης έσπευσε να δηλώσει ότι εκφράζει μόνο τον εαυτό του. Για τη ΝΔ, ωστόσο, αντανακλά αναπόφευκτα το δυνητικό ακροατήριο στο οποίο πρέπει και θέλει να απευθυνθεί.
Και να φανταστεί κανείς ότι ο 47χρονος σήμερα Μαρκουλάκης εξαργυρώνει τη μαζική στιγμή που έχει κατοχυρώσει από την τηλεοπτική σειρά που πολλοί κατηγόρησαν σαν την πλέον απολιτίκ για μια γενιά. Το «Λόγω τιμής» του Mega (1996-1997), όπου υποδυόταν τον Μιχάλη, υπήρξε εφαλτήριο για τον απόφοιτο του Κολλεγίου Αθηνών και της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου όπως και για ορισμένους από τους συνοδοιπόρους του (Αλκης Κούρκουλος, Γιώργος Πυρπασόπουλος, Δημήτρης Αλεξανδρής, Αγγελική Δημητρακοπούλου κ.ά). Χωρίς να κάνει υπερκατάχρηση συμμετείχε στην έκρηξη της ιδιωτικής τηλεόρασης και σε σειρές prime time («Η ζωή που δεν έζησα», «Ετσι ξαφνικά», «Να με προσέχεις» κ.ά.) καταγράφοντας παράλληλα την προσωπική του διαδρομή στο θέατρο. Το επίσημο ντεμπούτο καταγράφεται το 1991 με το «Γαλάζιο πουλί» του Μέτερλινγκ σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη (υποδυόταν τον Σκύλο και το Αγέννητο Παιδί), για να συνεργαστεί έκτοτε με τους Γιάννη Χουβαρδά και Δημήτρη Μαυρίκιο (αμφότεροι στο θέατρο Αμόρε), Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, Δημήτρη Λιγνάδη (η κοινή τους εμφάνιση στην κωμωδία «Πέτρες στις τσέπες του» στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκης άφησε δύο υπέροχους ρόλους), Μιχάλη Κακογιάννη (σε έναν μάλλον άνευρο «Αμλετ»), Σπύρο Ευαγγελάτο (ο νεότερος «Οιδίπους τύραννος» του ελληνικού θεάτρου, επιλογή για την οποία επικρίθηκε), Σταμάτη Φασουλή κ.ά.
Την τελευταία πενταετία μοιάζει να έχει ανακαλύψει καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στο μαζικό θέαμα και τις προσωπικές επιλογές ρεπερτορίου, ποντάροντας μάλιστα στο στοιχείο του μαύρου, καυστικού χιούμορ. Ο «Πουπουλένιος» του Ιρλανδού Μάρτιν ΜακΝτόνα, τον οποίο σκηνοθέτησε ο ίδιος ο 2013, έγινε word of mouth για να επαναληφθεί ώς το 2015, ενώ ο περσινός «Αύγουστος» του Τρέισι Λετς, επίσης σε δική του σκηνοθεσία, επαναλαμβάνεται την τρέχουσα σεζόν. Sold out παράσταση ήταν επίσης ο «Θεός της σφαγής» της Γιασμίνα Ρεζά (2015-2017), ενώ ο «Φάρος» του Κόνορ ΜακΦέρσον (όπου σκηνοθετεί και παίζει μαζί με τους Αιμίλιο Χειλάκη, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Προμηθέα Αλειφερόπουλο, Νίκο Ψαρρά) αποτελεί μόνιμο σημείο θεατρικής εξόδου από τον περασμένο μήνα. Στο μεσοδιάστημα έχει αφήσει έναν εξαιρετικό φεστιβαλικό Οδυσσέα στον «Φιλοκτήτη» του Κώστα Φιλίππογλου (2014) και έναν Ορέστη στην «Ορέστεια» του Γιάννη Χουβαρδά, από τις παραστάσεις που ξεχώρισαν στο φεστιβαλικό καλοκαίρι του 2016.
Αν για τους πλέον καχύποπτους ο Μαρκουλάκης έπαιξε έναν ακόμη ρόλο στο πρόσφατο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, στην πολιτική ισχύει ό,τι και στο θέατρο: αν τον αντέξει το σχοινί θα φανεί στο χειροκρότημα. Ακόμη πάντως και αν ήταν «τρέλα» να εμφανιστεί σε ένα κομματικό ακροατήριο, είχε τη μέθοδό του. Ηταν ένας ρόλος κόντρα στο «ρεπερτόριο» των τελευταίων ετών, όταν οι καλλιτέχνες αναζήτησαν στην ταύτιση με τον ανερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ την ανανέωση της σχέσης τους με τον «λαό». Δεν δήλωσε εξαπατημένος ούτε αγανακτισμένος ούτε επαναστατημένος. Το είπε ο ίδιος καλύτερα στην ομιλία του: ένας επαγγελματίας είναι που παίρνει θέση σήμερα επειδή η ψήφος του είναι πολιτική και όχι ιδεολογική.