Μια Βιγκάτα στην Τοσκάνη, με όλα τα χαρακτηριστικά μιας μικρής πόλης του ανεπτυγμένου Βορρά. Μια φανταστική πολίχνη. Ενα δημοφιλές καλοκαιρινό θέρετρο στις ακτές της Τοσκάνης, η Πινέτα. Η καλοκαιρινή σεζόν είναι στο φόρτε της μέχρι που ένα αποτρόπαιο έγκλημα αναστατώνει την πόλη. Το πτώμα μιας δεκαεννιάχρονης, όμορφης τουρίστριας βρίσκεται πεταμένο σε έναν κάδο σκουπιδιών από έναν μεθυσμένο νεαρό. Η Πινέτα ξυπνά από τη θερινή ραστώνη και το κουτσομπολιό και οι εικασίες παίρνουν πρωτοφανείς διαστάσεις.

Στο κέντρο αυτής της δίνης βρίσκεται ο Μάσιμο, φυσικός, απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Πίζας, ιδιοκτήτης και μπαρίστας του ΜπαρΛούμε. Μπλεγμένος άθελά του στο μυστήριο, ξέρει ότι δεν μπορεί να βασιστεί στον ανίκανο εκπρόσωπο της αστυνομίας και θα πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Βοηθοί του και σχολιαστές στην επιχείρηση θα είναι μια παρέα τεσσάρων υπερήλικων πελατών του. Ο Αμπέλιο, παππούς του Μάσιμο, ετών 82, ο Αλντο, ετών 80, ο Τζίνο, 75 ετών, και ο Πιλάντε, 74. Οι διάλογοι μεταξύ αυτών και του πρωταγωνιστή είναι απολαυστικοί:

–Μάσιμο, φτιάξε μου έναν καφέ.

–Καφέδες τέρμα. Παρακάνει ζέστη τώρα. Μετά ίσως.

–Τι παπαριές είναι αυτές; Εμένα που με βλέπεις πολέμησα στην Αβησσυνία κι εσύ μου τσαμπουνάς ότι παρακάνει ζέστη για να πιω έναν καφέ;

–Δεν παρακάνει ζέστη για να τον πιεις. Παρακάνει ζέστη για να σ’ τον φτιάξω.

Εύστροφος

και μεθοδικός

Ο Μάσιμο, το alter ego του συγγραφέα, χωρισμένος, που λυγίζει κάθε φορά όταν βλέπει τα θέλγητρα της σερβιτόρας του Τιτσιάνα, είναι ασυνήθιστα έξυπνος και μεθοδικός. Μιλά όπως θα θέλαμε να μιλάμε όλοι, αν είχαμε τόσο εύστροφο μυαλό και δεν ω στους κανόνες καλής συμπεριφοράς. Ολοι μας καθημερινά νιώθουμε ότι καταπιεζόμαστε, πραγματικά ή πλασματικά, και όλοι μας βρίσκουμε την τέλεια απάντηση για όποιον μας ενοχλεί ή δεν μας σέβεται. Κρίμα όμως που συνήθως μας έρχεται στο μυαλό με δυο ώρες καθυστέρηση. Στον Μάσιμο η απάντηση έρχεται αμέσως. Σε αντίθεση με τον εκπρόσωπο της έννομης τάξης, τον αστυνόμο Φούσκο. Βλάκας, ματαιόδοξος, περήφανος σαν κόκορας σε κοτέτσι, όπως υποδηλώνει και το όνομά του. Τα λογοπαίγνια αρέσουν στον συγγραφέα, αυτό φαίνεται από την αρχή. ΜπαρΛούμε: το όνομα του μπαρ του Μάσιμο σημαίνει στα ιταλικά αμυδρό φως αλλά και ίχνος, ένδειξη.

Ενώ η υπόθεση προχωράει κι ο αστυνόμος ψάχνοντας ένα εξιλαστήριο θύμα πέφτει από γκάφα σε γκάφα, οι ηλικιωμένοι σαν χορός σε αρχαία τραγωδία σχολιάζουν τα πάντα με ένα σκωπτικό ύφος, σαν να βγήκαν από τους Χαρακτήρες του Θεόφραστου.

–Τι είπες στον Φούσκο;

–Ο,τι του αξίζει, αυτό του είπα. Του είπα «Μα καλά, πήρατε μετάταξη για την Τροχαία; Ρωτάω επειδή σας βλέπω στο καφέ μπαρ και όχι εκεί όπου θα ‘πρεπε να είστε»…

Πνευματώδεις χαρακτήρες

Ο Μαλβάλντι είναι έξυπνος άνθρωπος. Αντί να προσπαθήσει να βρει μια πρωτότυπη ιστορία σε ένα είδος που έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα, συνδυάζει τα κλασικά στοιχεία μιας αστυνομικής ιστορίας με ένα ρετρό στυλ, που στις μέρες μας φαντάζει καινοτόμο. Κι όλα αυτά τα πασπαλίζει με ένα διαβρωτικό, κυνικό χιούμορ που παρασύρει τον αναγνώστη. Σμίλεψε χαρακτήρες ιδιόμορφους και πνευματώδεις με κοφτερό μυαλό κι ακόμα πιο κοφτερή γλώσσα.

Κατορθώνει να συνδυάσει ένα αστυνομικό μυστήριο όπου υπάρχουν ένοχοι που δεν είναι ένοχοι, αθώοι που δεν είναι αθώοι, και ένα αναπάντεχο τέλος με το μπρίο μιας ανάλαφρης κομεντί. Η απεικόνιση της επαρχιακής τοσκανικής κωμόπολης και της κοινωνίας της είναι θαυμαστά προσεγμένη μέχρι και την τελευταία της λεπτομέρεια.
Στόχοι

Είναι πιο δύσκολο να κάνεις τον αναγνώστη να γελάσει από το να κλάψει

Οι χαρακτήρες είναι όλοι προσεκτικά σχεδιασμένοι, ψυχογραφημένοι σε βάθος, ακόμα και οι πιο μικροί όπως ο Οκέι, που εμφανίζεται μόνο σε λίγες σελίδες, λες και βγήκαν από κωμωδία της μεγάλης ιταλικής σχολής της δεκαετίας του 1970, όπωςΟι εντιμότατοι φίλοι μου.Με χιούμορ σκληρό, κυνικό, πικάντικο, απενοχοποιημένο, μακριά από κάθε πολιτική ορθότητα. Ο Αμπέλιο είναι εμπνευσμένος από τον παππού του συγγραφέα, ενώ ο Αλντο είναι μια ευχή: θα ήθελε να είναι ο ίδιος έτσι όταν γεράσει, εραστής του γυναικείου φύλου, της μπαρόκ μουσικής και της υψηλής κουζίνας, είπε ο Μάρκο Μαλβάλντι σε μια συνέντευξή του. Σε μια άλλη του συνέντευξη πάλι λέει: «Ο βασικός μου στόχος είναι να περνάνε μερικές ευχάριστες ώρες οι αναγνώστες μου. Δεν θέλω να τους πείσω ότι είμαι καλός, θέλω να γελάνε».Δύσκολος στόχος. Είναι πιο δύσκολο να κάνεις τον αναγνώστη να γελάσει από το να κλάψει. Πόσω μάλλον αν δεν είναι ένα κλασικό κωμικό κείμενο αλλά μια κωμική ιστορία μυστηρίου όπου πρέπει να κρατηθούν λεπτές ισορροπίες μεταξύ του αστείου και του αστυνομικού. Πράγμα που πετυχαίνει απόλυτα. Γι’ αυτό το βιβλίο παραμένει μπεστ σέλερ στην Ιταλία από το 2007 και μεταφράστηκε σε δέκα γλώσσες. ΗΠαρτίδα για πέντεείναι η πρώτη περιπέτεια της σειράς «ΜπαρΛούμε» με ήρωα τον Μάσιμο Βιβιάνι. Στην Ιταλία ακολουθούν άλλα τρία και όλα τους έχουν φανατικό κοινό. Ηδη έχουν ξεκινήσει και τα γυρίσματα τηλεοπτικής σειράς βασισμένης πάνω τους.

Το κείμενο ρέει ανάλαφρα, ο αναγνώστης το διαβάζει με λαχτάρα. Ενα pageturner διασκεδαστικό που οι οικείοι χαρακτήρες του μοιάζουν σαν να είναι συγγενείς του αναγνώστη. Παππούδες και θείοι του, που μόλις τελειώσει το διάβασμα θέλει να τους καλέσει για να ακούσει τα αιχμηρά τους σχόλια και να παίξει μια παρτίδα μπρίσκολα για πέντε. Η Δήμητρα Δότση κατάφερε να αποδώσει στα ελληνικά όλο το βιτριολικό χιούμορ και το μπρίο των διαλόγων, παρόλο που ήταν γραμμένοι στην τοσκανική διάλεκτο.

Marco Malvaldi

Παρτίδα

για πέντε

Μτφ. Δήμητρα Δότση

Εκδ. Καλέντη, 2017, σελ. 208

Τιμή: 12 ευρώ