Θυμάστε εκείνο το όμορφο ποιηματάκι που ξεκινούσε με το ερώτημα «Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι; / Μην είναι τ’ άπαρτα ψηλά βουνά;» που αρεσκόμασταν να το επαναλαμβάνουμε επειδή, ταυτόχρονα, μας έδινε τις απαντήσεις, πως δηλαδή η πατρίδα μας είναι μεταξύ άλλων «κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει, κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά…»; (Ιωάννης Πολέμης)
Ούτε που περνούσε από το μυαλό μας πως το ποίημα ίσως να ήταν ταυτόχρονα μάθημα γεωγραφίας ή αρχή κάποιας γεωπολιτικής ανάλυσης. Αλλωστε, πριν από τη δεκαετία του 1970 η λέξη «γεωπολιτική» ήταν περίπου απαγορευμένη, λόγω της σύνδεσής της με την έννοια του «ζωτικού χώρου» που καταχράστηκε ο ναζισμός, και η γεωγραφία, ένα βαρετό μάθημα απαρίθμησης ποταμών, λιμνών και θαλασσών. Κανείς δεν σκέφτηκε ότι τιμώντας τη γεωγραφία –την «περιγραφή της γης» –τιμούμε τον Ηρόδοτο που πρώτος αντιλήφθηκε τη σχέση γεωγραφίας και πολιτικής. Επίσης, ότι ψηλαφώντας τους γεωφυσικούς χάρτες νιώθουμε τους ανθρώπους να ανεβοκατεβαίνουν τα βουνά ή να διασχίζουν τις ερήμους. Πως βλέποντας το κυανόμαυρο χρώμα των ωκεανών βρισκόμαστε μπροστά σε φυσικά εμπόδια που απομακρύνουν και απομονώνουν τους ανθρώπους. Ή, ακόμη περισσότερο, ότι κοιτάζοντας τις, συνήθως ελικοειδείς (τις περισσότερες φορές), κόκκινες γραμμές να ορίζουν ή να περιορίζουν τα σύνορα των κρατών γινόμασταν στην πραγματικότητα μάρτυρες ενός κόσμου που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να αλλάξει, εάν έστω και ένας μόνον λαός τολμούσε να «σπρώξει» τα συνοριακά του δεδομένα. Ομως, για να το μάθουμε αυτό, έπρεπε κάποιος να μας έχει μιλήσει για τη γεωπολιτική, αυτό το εργαλείο ανάλυσης που μελετά την επίδραση των γεωγραφικών, οικονομικών και πολιτισμικών παραγόντων στην πολιτική των κρατών και στις διεθνείς σχέσεις.
Ωστόσο, ποτέ δεν είναι αργά, καθώς απλούστατα ούτε ο κόσμος τελείωσε ούτε, φευ, τα προβλήματά του έχουν λυθεί. Αντίθετα, ο 21ος αιώνας, αν και ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις, δεν μπόρεσε να αποτρέψει την «επερχόμενη αναρχία» που μας κατέκλυσε. Πώς αφεθήκαμε να φτάσουμε έως εκεί; Ο Αμερικανός Ρόμπερτ Κάπλαν (1952), ένας από τους σημαντικότερους γεωπολιτικούς αναλυτές, έχει μια κύρια απάντηση στο ερώτημα και πολλές άλλες επιμέρους. Η κύρια απάντησή του λέει ότι οι πολιτικοί εγκατέλειψαν τη γεωγραφία, θεώρησαν τον κόσμο επίπεδο και έτσι βρέθηκαν μπροστά στα μεγάλα προβλήματα που δημιούργησε το λάθος τους. Παρέβλεψαν πως «το μόνο που αντέχει στον χρόνο είναι η θέση ενός λαού στον χάρτη… Η μελέτη του γεωγραφικού περιβάλλοντος, της ιστορίας και της κουλτούρας κάθε πολιτικής οντότητας αποτελεί τον καλύτερο και ασφαλέστερο τρόπο κατανόησης των διεθνών σχέσεων ως πρώτου βήματος για τη χάραξη πολιτικής».
Οι επιμέρους απαντήσεις του Ρόμπερτ Κάπλαν –καθώς και ο ίδιος έχει συμμετάσχει σε πολλές από τις αποφάσεις των ΗΠΑ που διαμόρφωσαν τον σημερινό κόσμο (π.χ. πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ανατροπή Σαντάμ Χουσεΐν) –αναφέρουν ότι στον καθορισμό κάθε μελλοντικής στρατηγικής πρέπει να εμπεριέχεται η αντίληψη του χρόνου και του χώρου, ανεξάρτητα αν η τελική πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει στον άνθρωπο. Με αυτή του τη θέση, ο Κάπλαν υιοθετεί την άποψη του Ρεΐμόν Αρόν περί «πιθανολογικού ντετερμινισμού» και συμπεραίνει ότι «όπως η γεωγραφία δεν προσφέρει την εξήγηση για τα πάντα, έτσι δεν προσφέρει και τη λύση για τα πάντα».
Ο Ρόμπερτ Κάπλαν δεν ανήκει στην πανεπιστημιακή κοινότητα, ωστόσο η υπεροχή του προέρχεται από τις γνώσεις που αποκόμισε μέσω των εμπειριών του. Ο συγγραφέας γνώρισε τον κόσμο μέσα από τα ταξίδια του σε όλες τις ηπείρους και τις συναναστροφές του με τους λαούς με τους οποίους συγχρωτίστηκε και οι οποίοι εμφανίζονται στο βιβλίο του ως πεσσοί της παγκόσμιας σκακιέρας, αποτελούμενης από την «πλανητική νήσο», δηλαδή όλες τις ηπείρους και τον «ωκεανό» που καταλαμβάνει τα τρία τέταρτα του πλανήτη.
Αυτόν τον χώρο ανταγωνισμού που ο Κάπλαν κληρονόμησε από τους θεωρητικούς της γεωπολιτικής σερ Χάλφορντ Μακίντερ (1861-1945) και Νίκολας Σπάικμαν (1893-1943), τον αξιοποιεί στις αναλύσεις του, αλλά και τον εμπλουτίζει με τις ιδέες άλλων στοχαστών της γεωπολιτικής που δημιούργησαν σχολή. Ο συγγραφέας στοχεύει στην προσεκτική μελέτη της γεωγραφίας ώστε να οδηγηθεί σε ρεαλιστικά συμπεράσματα για τις περιοχές «από την Ευρώπη έως την Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής και της Ινδικής Υποηπείρου», αλλά και σε πραγματιστικές ενέργειες ώστε να «εντοπίσουμε τι είναι ακριβώς αυτό που έχει πλέον χαθεί από την κατανόηση του περιβάλλοντος χώρου μας, να αναζητήσουμε πώς το απωλέσαμε και ύστερα να το αποκαταστήσουμε μειώνοντας τους ρυθμούς με τους οποίους ταξιδεύουμε και παρατηρούμε τον κόσμο».
Ενας μικρόκοσμος του πλανήτη
«Πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου»
Δίκαια θα υποθέταμε ότι από ένα τέτοιο βιβλίο –που πραγματεύεται ζητήματα παγκόσμιας ισχύος –η χώρα μας μάλλον θα απουσίαζε. Και όμως, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η Ελλάδα έχει και θέση και ρόλο. Καταρχήν η ελληνική έκδοση, που ευτύχησε στη μετάφρασή της και στο εισαγωγικό της κείμενο, προλογίζεται από τον ίδιο τον Ρόμπερτ Κάπλαν με κείμενό του, του Οκτωβρίου 2016, όπου εξηγεί πως η Ελλάδα έχει σημαίνουσα θέση στο βιβλίο, γιατί την αναγνωρίζει «ως προάγγελο των ευρύτερων γεωπολιτικών τάσεων… [καθώς] θα καταδείξει προς τα πού βαίνουν οι σχέσεις ισχύος μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας», σε μια περίοδο κατά την οποία νότια της Ρωσίας αναδεικνύεται η Κίνα ως δύναμη του 21ου αιώνα και στα δυτικά της η Ευρώπη εγκαταλείπεται από τις ΗΠΑ!
Αλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κάπλαν χρησιμοποιεί τη χώρα μας ως «ορμητήριο» των γεωπολιτικών του αναλύσεων. Το ξανάκανε την περίοδο 1982-1989, όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με την ιδιότητα του ανεξάρτητου δημοσιογράφου για να καλύψει ταυτόχρονα την Κεντρική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, και μάλιστα ενώ διεξαγόταν ο πόλεμος Ιράν – Ιράκ! Γιατί η Ελλάδα; Αφενός λόγω της γεωπολιτικής της θέσης, αφετέρου επειδή έβλεπε τη χώρα μας «ως έναν μικρόκοσμο του πλανήτη, με την πολιτισμική και αυτοκρατορική ιστορία της να εκτείνεται από τα Βαλκάνια μέχρι τα πρόθυρα σχεδόν της Κίνας».
Robert D. Kaplan
Η εκδίκηση της γεωγραφίας
Τι μας λέει ο χάρτης για
τις επερχόμενες συγκρούσεις και τη μάχη ενάντια στο πεπρωμένο
Μτφ. – εισαγωγή: Σπύρος Κατσούλας,
Εκδ. Μελάνι, 2017, σελ. 604
Τιμή: 21,20 ευρώ