Αν οφείλουμε χάριτες στη φιλόλογο και καθηγήτρια πανεπιστημίου Μαρία Αναστασοπούλου, είναι γιατί με ένα σύντομο κείμενό της μας γνωρίζει τη μορφή, τη ζωή και το έργο μιας Ελληνίδας – της Καλλιρρόης Σιγανού-Παρρέν – που το όνομά της, εδώ και έναν αιώνα, μπορεί να μένει ζωντανό στα χείλη των συμπατριωτών της, ταυτισμένο αποκλειστικά με τη γυναικεία χειραφέτηση, ελάχιστοι όμως γνωρίζουν το εκτεταμένο, σχεδόν ασύλληπτο σε διαστάσεις κοινωνικό της έργο, αν λάβεις μάλιστα υπόψη σου τις δυσχερέστατες συνθήκες του τέλους του 19ου αιώνα.
Η οικογενειακή εικόνα της Καλλιρρόης Σιγανού, αριστερά, του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, δεξιά, και το σύμπλεγμα της οικογένειας της αδελφής της Αθηνάς, στο κέντρο, με τον ναπολιτάνο σύζυγό της Τζιοβάνι Μοντουόρι, την κορούλα τους Ρίτσα, γεννημένη το 1899, αναδεξιμιά της Καλλιρρόης Παρρέν, είναι τραβηγμένη τα πρώτα χρόνια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα.
Η Καλλιρρόη, με πτυχίο δασκάλας, έχει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια επιβληθεί στην ελληνική κοινωνία, με την ενθάρρυνση του επίσης δημοσιογράφου συζύγου της, ως δημοσιογράφος και εκδότρια της «Εφημερίδος των Κυριών», της οποίας σκοπός ήταν η ενασχόληση με γυναικεία αποκλειστικώς θέματα. Είχε παρακολουθήσει τα Διεθνή Γυναικεία Συνέδρια του Παρισιού (1889) και του Σικάγου (1893), όπου δικτυώθηκε με τις γυναικείες Ενώσεις Ευρώπης και Αμερικής. Εχοντας αντιγράψει πρότυπα γυναικείας δραστηριότητας από τις πλέον προηγμένες χώρες, η Παρρέν παρότρυνε τις Ελληνίδες της αστικής τάξης να ακολουθήσουν έναν ωφέλιμο τρόπο ζωής με την κοινωνική προσφορά τους και να σταματήσουν να ασχολούνται με τη μόδα μόνο και την επίδειξη. Εκ παραλλήλου, έγινε αρωγός και προστάτις της γυναίκας της εργατικής τάξης με τη δημιουργία των Σχολείων της Κυριακής (1890), στα οποία εγγράμματες κυρίες δίδασκαν, τα κυριακάτικα μεσημέρια, τις αγράμματες εργάτριες και υπηρέτριες ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, γεωγραφία, θρησκευτικά και σωστή συμπεριφορά. Δημιούργησε «Σπίτι Περίθαλψης γυναικών με ανίατες ασθένειες», το οποίο εξελίχθηκε στο Ασυλο Ανιάτων (1891) και το Ασυλο της Αγίας Αικατερίνης, το οποίο πρόσφερε στέγη και τροφή σε κορίτσια που έρχονταν από την επαρχία για να βρουν εργασία στην Αθήνα, ώστε να τα προστατεύσουν από τα κυκλώματα εμπορίου λευκής σαρκός, που λυμαίνονταν την πρωτεύουσα.
Επειτα από έναν ακόμη κρητικό ξεσηκωμό τον Ιούνιο του 1896, η Παρρέν είχε νιώσει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη να ολοκληρώσει την ίδρυση και οργάνωση της Ενωσης των Ελληνίδων για την οποία αγωνιζόταν από τριετίας. Παρά τις αντιδράσεις, όταν τον Ιανουάριο του 1897 οι Οθωμανοί άρχισαν τις σφαγές στην Κρήτη και ο Πειραιάς και η Αθήνα γέμισαν πρόσφυγες, η Παρρέν είχε έτοιμη τη δράση του Εθνικού Τμήματος της Ενωσης των Ελληνίδων «με πρόγραμμα ευρύ και ανταποκρινόμενο εις πάσαν ανάγκην και εθνική και κοινωνική και οικογενειακή» έγραφε στην «Εφημερίδα των Κυριών». Στη «Διοτίμα» της Εστίας, η οποία ειρωνικά συμβούλευε ότι οι ενωμένες ώφειλαν να κεντούν μαντιλάκια για τους στρατιώτες, η Παρρέν απαντούσε ότι αν δεν έστελναν μανδηλάκια στο μέτωπο, θα έστελνα σίγουρα «πλήρες νοσοκομείον πολέμου και νοσοκόμους ετοίμους να επουλώνουν τας πληγάς των ηρώων μας». Και κράτησε τον λόγο της. Τον Μάρτιο, όταν ήταν πλέον καταφανές ότι ο πόλεμος με την Τουρκία, ο οποίος κηρύχθηκε τελικά στις 5-6 Απριλίου, ήταν αναπόφευκτος, η Παρρέν ανακοίνωνε ότι η Ενωσις των Ελληνίδων είχε ήδη καταρτίσει πλήρες χειρουργείο με σαράντα κρεβάτια, εξοπλισμένο με όλα τα απαραίτητα χειρουργικά εργαλεία, με πλήρες φαρμακείο και πλούσια ιματιοθήκη σύμφωνα με τις προδιαγραφές των τελειοτέρων ευρωπαϊκών.
Η Μαρία Καλαποθάκη, η πρώτη ελληνίδα ιατρός, εκπαίδευε πυρετωδώς νοσοκόμους, ενώ σωματεία αλλοδαπών γυναικών, κυρίως Αγγλίδων, στις οποίες είχε απευθύνει έκκληση η Παρρέν, προσέφεραν υπηρεσία καταρτισμένων νοσοκόμων με δικά τους έξοδα. Πανεπιστημιακοί χειρουργοί, όπως ο Σπυρίδων Μαγγίνας, ο Μιχαήλ Καντάς και ο Απόστολος Ψαλτώφ από τη Σμύρνη προσέτρεξαν στην έκκληση της Παρρέν και υπηρέτησαν στο χειρουργείο της Ενώσεως Ελληνίδων υπό την επιστημονική διεύθυνση της Μαρίας Καλαποθάκη, η οποία, καθ’ ομολογίαν του Ψαλτώφ αργότερα, δούλευε «όσον τρεις άνδρες χειρουργοί». Η Αικατερίνη Ράλλη εγκατέλειψε την ευμάρεια της προσωπικής της ζωής για να αναλάβει την οικονομική διαχείριση του νοσοκομείου. Το χειρουργείο της Ενωσης πήρε εντολή, πρώτο μεταξύ των χειρουργείων να αναχωρήσει για τον Βόλο στα τέλη Μαρτίου. Σύντομα οι ανάγκες του πολέμου οδήγησαν στη δημιουργία παραρτημάτων του χειρουργείου της Ενωσης στο Βελεστίνο, τον Δομοκό και τη Λαμία. Τα δύο τελευταία συντηρούσε, ιδίαις δαπάναις, η Μαρία Κασσαβέτη, μόνιμη κάτοικος Αγγλίας και τακτικό μέλος της Ενωσης. Μετά την ήττα και την υποχώρηση, ο ίδιος ο πρωθυπουργός Δημ. Ράλλης ζήτησε από την Ενωση των Ελληνίδων να στείλει το χειρουργείο της, το μόνο που είχε υποχωρήσει ακέραιο, στον Καρβασαρά (Αμφιλοχία), το τελευταίο μέτωπο του πολέμου.
Μετά το τέλος του πολέμου, η Ενωσις των Ελληνίδων εγκατέστησε το Νοσοκομείο της στην οδό Πατησίων, στο Μέγαρο, που ο υπουργός Εσωτερικών είχε διαθέσει στην Ενωση, όπου νοσηλεύονταν, μεταξύ άλλων, οι τραυματίες της Λεγεώνος των Φιλελλήνων και των Γαριβαλδινών. Οι τραυματίες, μας πληροφορεί η Παρρέν, ήσαν όλοι στην ακμή της νεότητάς τους, μορφωμένοι, παιδιά καλών οικογενειών, εύθυμοι και ζωηροί, που, μόλις ο πόνος των τραυμάτων ανακουφιζόταν με παυσίπονα, ήσαν έτοιμοι να επιδοθούν σε φιλολογικές και καλλιτεχνικές συζητήσεις. Η Παρρέν περιγράφει τον Giovanni Battista Montuori «με το βραχίονα τον αριστερόν συντετριμμένον (…) με φυσιογνωμίαν ζωηράν, εκφραστικωτάτη, με μεγάλα μαύρα μάτια, τέκνον γνήσιον της ωραίας Νεαπόλεως (…) περιστοιχισμένος από βιβλία (…) άλλοτε απαγγέλλει ωραίους στίχους (…) και άλλοτε με λέξεις θερμάς διηγείται την νοσταλγίαν, ην αισθάνεται διά την αγαπητήν του πατρίδα … μακράν της οποίας απορεί πώς ημπορούν να ζουν άλλοι άνθρωποι». Η γνωριμία του με την Αθηνά Σιγανού, ωστόσο, τον έκανε να ξεχάσει την ωραία Νάπολι. Παντρεύτηκαν τον Ιούλιο του 1898 και αμέσως απέκτησαν τη Ρίτσα και αργότερα τον Μάριο.