«Το πάρτι»: Από τον «Εξολοθρευτή άγγελο» του Μπουνιουέλ μέχρι και το «Πάρτι» του Μπλέικ Εντουαρντς, το σινεμά, σε όλες τις εκφάνσεις του (αυταπόδεικτα!), διασκέδασε τοποθετώντας σε έναν χώρο μια ομάδα χαρακτήρων τους οποίους και στη συνέχεια εξέθεσε με κάθε δυνατό τρόπο, για τα μάτια –και την ψυχαγωγία –μας μόνο. Αν το σκεφτείτε λίγο, είναι απολύτως λογικό: τα πάρτι αποτελούν βασικά δραματουργικά (και μυθοπλαστικά) εργαλεία. Είναι σχεδόν υπερφορτωμένα με δράση, ίντριγκα και αβεβαιότητα και μπορούν πολύ εύκολα να μετατραπούν σε εφιάλτη για τους ίδιους λόγους που είναι αξιολάτρευτα: ο παράγοντας του Χάους. Γιατί, πολύ απλά, δεν ξέρεις ποτέ ποιον μπορείς να συναντήσεις, όσες «προφυλάξεις» κι αν πάρεις. Πάντα θα υπάρχει κάπου εκεί ένας παλιός φίλος, ένας παλιός εχθρός, ένας παλιός φίλος που τώρα πια είναι εχθρός, η πρώην σας σχέση ή και η επόμενη. Ολα «παίζουν» στα πάρτι, γι’ αυτό και είναι τόσο χρήσιμο εργαλείο στα χέρια ενός καλού σκηνοθέτη.
Η Σάλι Πότερ, τώρα, είναι μία από τις πιο άνισες σκηνοθέτριες της γενιάς της. Ξεκίνησε δυναμικά με το «Ορλάντο» του 1992, αλλά κάθε επόμενη ταινία της βύθιζε το κοινό της όλο και πιο βαθιά στην απογοήτευση. Μερικοί από εμάς ακόμα προσπαθούμε να ξεχάσουμε τον άθλιο «Ανδρα που έκλαιγε» (2000) με την Κριστίνα Ρίτσι και τον Τζόνι Ντεπ (την εποχή που και οι δυο τους αναζητούσαν μια «εναλλακτική» καριέρα) ή, ακόμη χειρότερα, τα «Μαθήματα τανγκό», μια άσκηση στον ναρκισσισμό, όπου πρωταγωνιστούσε η ίδια η σκηνοθέτρια. Ευτυχώς, με το «Πάρτι» η Σάλι Πότερ δείχνει πλήρως ανανεωμένη, σκηνοθετώντας μια πετυχημένη όσο και καλοερμηνευμένη κωμωδία. Η δε πλοκή έχει ως εξής: η Κρίστιν Σκοτ Τόμας είναι στα καλύτερά της. Είναι πολιτικός και μόλις πήρε μια εξαιρετικά σημαντική προαγωγή που παγιώνει τη σταδιοδρομία της στον χώρο.
Στη βραδιά που διοργανώνει με τον σύζυγό της (τον ενσαρκώνει ο Τίμοθι Σπολ) στο κομψό λονδρέζικο σπίτι τους, οι προσκεκλημένοι είναι λίγοι και εκλεκτοί, οι εξελίξεις όμως θα είναι πολλές και μάλλον άκομψες. Κατ’ αρχάς, ο σύζυγος βρίσκεται ξεκάθαρα στα όρια της κατάθλιψης. Οι μισοί καλεσμένοι είναι ήδη «λιώμα», ένας εξ αυτών οπλοφορεί –και δεν ξέρουμε γιατί. Και η πίεση ανεβαίνει. Κι όμως, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, κάθε υπερβολή οδηγεί σε άλλο ένα αστείο που μετατρέπει το «Πάρτι» σε μια σάτιρα, όχι ανελέητη, αλλά σίγουρα καλοκουρδισμένη, με στιγμές που κανείς δεν περιμένει (ο Μπρούνο Γκανς εδώ είναι κάτι παραπάνω από ξεκαρδιστικός, μίλια μακριά από τις εμφανίσεις του στο σινεμά του Αγγελόπουλου, για παράδειγμα) και ένα μοντάζ που βάζει τα πάντα στη θέση τους. Οχι πως πρόκειται για κανένα κατόρθωμα, μιας και η ταινία μόλις που ξεπερνάει τα 70 λεπτά. Οσο αυτά διαρκούν, όμως, περνάς χάρμα.

Βαθμοί: 6

Καθηλωτικό
«Τα μυστικά της Τεχεράνης»: Από την πρώτη σκηνή ξέρουμε πως κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα μάς περιμένει. Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος: μια γυναίκα μπαίνει με το μικρό της παιδί σε ένα ταξί και όταν αποκαλύπτει στον οδηγό πως δεν έχει να πληρώσει, του αντιπροτείνει μια άλλου είδους «αποζημίωση», την οποία και δέχεται μόνο και μόνο για να βγει έξαλλος από το αμάξι του όταν διαπιστώνει πως η κόρη του έχει βγει για ραντεβού με κάποιον που ο ίδιος δεν εγκρίνει. Και είμαστε στα πρώτα πέντε λεπτά! Σε αυτό το φιλμ κινουμένων σχεδίων λοιπόν, που είναι γυρισμένο με την τεχνική του «rotoscope» (πραγματικοί ηθοποιοί, «επεξεργασμένοι» ψηφιακά), οι δρόμοι τριών γυναικών και ενός νεαρού μουσικού διασταυρώνονται σε μια σύγχρονη μητρόπολη όπου το αγοραίο σεξ, τα ναρκωτικά και η διαφθορά συγκαλύπτονται από το αυταρχικό θεοκρατικό καθεστώς. Δεν είναι πάντα πετυχημένο, αλλά δεν βαριέσαι λεπτό.
Βαθμοί: 6
Φτηνό δάκρυ
«Θαύμα»: Ο μικρός Ογκι δεν μοιάζει με τα άλλα παιδιά. Οχι επειδή έχει εσωτερικά χαρίσματα (που έχει), αλλά επειδή είναι παραμορφωμένος από μια σειρά υποχρεωτικών επεμβάσεων. Οχι φρικτά παραμορφωμένος, αλλά ας πούμε, πολύ διαφορετικός. Γιατί υπάρχει και το προηγούμενο της «Μάσκας» του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς. Εδώ, λοιπόν, αυτή η ιστορία χρησιμοποιείται ως εργαλείο κλάψας, συγκίνησης και κηρύγματος περί διαφορετικότητας, αλλά τι να το κάνεις όταν οι προθέσεις είναι τόσο ξεκάθαρες, όταν η μαμά του παιδιού είναι η Τζούλια Ρόμπερτς και ο μπαμπάς του ο Οουεν Γουίλσον, και οι δυο τους τόσο «cool» και αψεγάδιαστοι, ενώ ο μικρός ρίχνει και κάνα δυο αποφθέγματα που με τίποτα δεν θα έβγαιναν από τα χείλη ενός παιδιού της ηλικίας του. Να με συμπαθάτε, αλλά έχω κι εγώ τα όριά μου.
Βαθμοί: 2
Λούστρο
«The greatest showman»: Ο Φ.Τ. Μπάρνουμ έστησε στα μέσα του 19ου αιώνα ένα «τσίρκο» διαφορετικό από τα άλλα, με πολλά γνωστά ζώα φυσικά, αλλά και με «παράξενους», «ιδιαίτερους» ανθρώπους. Να το πούμε λίγο διαφορετικά; Ρίξτε μια ματιά στο «Freaks», παραγωγής 1931, και θα βρείτε κάτι από την αλήθεια που απουσιάζει εδώ, σε αυτό το υπερ-λουστραρισμένο, γεμάτο ψηφιακά εφέ μιούζικαλ με τον Χιου Τζάκμαν, που είχε ενσαρκώσει ήδη μία φορά έναν παρεμφερή κονφερασιέ (και μάγο, είναι η αλήθεια) στο αριστουργηματικό «Prestige» του Κρίστοφερ Νόλαν. Ορίστε, ήδη αναφέρθηκαν δύο ταινίες καλύτερες από τούτο εδώ.
Βαθμοί: 3