Πριν από μερικές ημέρες το λογοτεχνικό περιοδικό «Paris Review», ακολουθώντας την παράδοση του απολογισμού, ζήτησε από τους συνεργάτες του να ξεχωρίσουν τα βιβλία του 2017. Ανάμεσά τους η σημαντική καναδή ποιήτρια Αν Κάρσον, καθηγήτρια και μεταφράστρια αρχαίων κλασικών ποιητών: «Αυτή τη χρονιά διάβασα δύο ασυνήθιστα εξαιρετικά ποιητικά βιβλία από την Ελλάδα, σε ασυνήθιστα εξαιρετικές μεταφράσεις. Και τα δύο εκδόθηκαν από τον World Poetry Books. Πρόκειται για τα “Ομηρικά” της Φοίβης Γιαννίση, μεταφρασμένα από τον Μπράιαν Σνίντεν, και τον “Ρόδινο φόβο” της Μαρίας Λαϊνά, σε μετάφραση της Σάρα ΜακΚαν».
ΜΕ ΒΡΑΒΕΙΟ. Η συλλογή της Μαρίας Λαϊνά είχε κυκλοφορήσει από τη Στιγμή το 1993, οπότε κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ είχε επανακυκλοφορήσει το 2002 από τον Καστανιώτη.
Στη συλλογή «Ομηρικά», η αρχιτέκτονας και ποιήτρια Φοίβη Γιαννίση ανασύρει τις μυθικές μορφές του ραψωδού, από τη γυναικεία οπτική. Οπως στο ποίημα «Πηνελόπη III», όπου η σύζυγος του Οδυσσέα εμφανίζεται ως γυναίκα που ζει μεταξύ σύγχρονου ρυθμού και μαγικού χρόνου: «Λατρεύει τα παιδιά της / όταν ήταν μικρά από το πιάτο / τελείωνε αυτή το φαγητό τους / ακόμα τρώει τα υπολείμματα / και τώρα πλέον / φορά τα ρούχα της κόρης της από εκείνη ψηλότερης / όταν τα έχει βρωμίσει και στο καλάθι τα αφήνει για πλύσιμο… άραγε κάνει οικονομία στις πλύσεις ή / το φυλαχτό είναι ενεργό μονάχα όταν κρατά από το σώμα / το πιο δικό μας / ίχνος / των εκκρίσεων τη μυρωδιά;».
Τι μπορεί να είναι αυτό που τράβηξε την προσοχή της Αν Κάρσον στην ελληνική ποίηση; Μήπως κάτι αντίστοιχο με ό,τι είδε και η Κάρεν βαν Ντάικ, καθηγήτρια νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, όταν το 2016 δημοσίευσε στον Penguin την ανθολογία της για την ελληνική ποίηση με τίτλο «Μέτρα λιτότητας»; Στην ανθολογία που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αγρα, η Βαν Ντάικ κατατάσσει τη Φοίβη Γιαννίση «στις φωνές μικρών εκδοτικών οίκων αλλά με καθοδηγητικό ρόλο ανάμεσα στις ποιήτριες».
Η ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ. Τα «Ομηρικά» αποτελούν μια συλλογή 42 ποιημάτων: «Νόστος», «Σειρήνες», «Κίρκη», «Νέκυια», «Λωτοφάγοι», «Ιθάκη», «Πηνελόπη». Λέξεις και ονόματα οικεία μάς μεταφέρουν σε τοπία και χώρους του ομηρικού κόσμου, κυρίως της «Οδύσσειας»: στο νησί της μάγισσας Κίρκης· στον Κάτω Κόσμο· στην κάμαρα της Πηνελόπης· στην ακρογιαλιά όπου η Ναυσικά θα συναντήσει τον ναυαγό Οδυσσέα. «Νομίζω ότι η αναφορά μου στα μυθικά πρόσωπα της “Ιλιάδας” και της “Οδύσσειας”, τα οποία επεξεργάζομαι σε σύγχρονο πλαίσιο και με γυναικείο μάτι, δημιουργεί αυτό το ενδιαφέρον. Είναι ποιήματα που μπορούν να διαβαστούν ως ομηρικά έπη ή με ομηρικό τρόπο. Δηλαδή απαγγέλλονται με δυνατή φωνή και με ρυθμό. Επίσης χαρακτηρίζονται από τα ομηρικά πρόσωπα και τη θεματική των ραψωδιών. Ως γλώσσα, είναι απλά για να είναι εύκολη η απομνημόνευσή τους» εξηγεί η Φοίβη Γιαννίση στο «Νσυν».
ΠΕΡΦΟΡΜΑΝΣ. Η ποιήτρια ξεχωρίζει όχι μόνο για το ύφος της, αλλά και χάρη στα στοιχεία επιτελεστικότητας (performance) που συμπληρώνουν την απαγγελία από την ίδια. Οταν δηλαδή χρησιμοποιεί ένα παλιό υφαντό – οικογενειακό της κειμήλιο με το οποίο καλύπτει το κεφάλι της για να διαβάσει συμμετέχοντας σε βραδιές ποίησης στο Ρομάντσο ή όταν γράφει στίχους της πάνω σε δέρμα κατσίκας παρουσιάζοντας τη δική της ποιητική εκδοχή της «Αντιγόνης» στις εκδηλώσεις του Ωνάσειου Ιδρύματος στη Νέα Υόρκη το φθινόπωρο του 2016. «Τα στοιχεία της περφόρμανς που υπάρχουν σε κάθε μου συλλογή είναι ένας τρόπος για να πολλαπλασιάζω τις εκδοχές του ποιητικού εγώ» εξηγεί η καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στις γνωστικές περιοχές του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και της πολιτισμικής ανθρωπολογίας. Με σπουδές αρχιτεκτονικής στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, συνέχισε τις σπουδές της στη Γαλλία. Η διδακτορική της διατριβή αφορούσε την περιοχή της αρχαϊκής λυρικής ποίησης, της γλώσσας και της αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Lyon II – Lumiere. «Η σχέση μου με τον χώρο και το τοπίο προέρχεται από την αρχιτεκτονική παιδεία μου και τη διερεύνηση της γλώσσας. Πιστεύω ότι οι αισθήσεις προκαλούνται με το βίωμα του τόπου και την ποιητική της γλώσσας» λέει η ίδια που έμαθε να συνδυάζει την ανθρωπολογία, τα αρχαία κείμενα και την έρευνα του τόπου σύμφωνα με τη μέθοδο των καθηγητών της, των γάλλων ιστορικών Πιερ Βιντάλ Νακέ και Ζαν Πιερ Βερνάν.
ΓΛΩΣΣΑ, ΣΩΜΑ, ΜΝΗΜΗ. Το σύνολο του έργου της είναι στα όρια καταγραφής τόπων, τρόπων ζωής, αρχιτεκτονικής θεωρίας, εγκαταστάσεων και έρευνας των σχέσεων ανάμεσα στη γλώσσα, στο σώμα, στη μνήμη. Το βιογραφικό τής αρχιτεκτονικής της παιδείας συμπληρώνει η συμμετοχή της στη 12η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας το 2010 ως επιμελήτριας – επιτρόπου, μαζί με τον Ζήση Κοτιώνη, της ελληνικής συμμετοχής κατασκευάζοντας το έργο με τίτλο «Κιβωτός: παλαιοί σπόροι για νέες καλλιέργειες».
Στο μεταξύ, το ποιητικό της έργο μεγαλώνει. Τα «Ομηρικά» μεταφράστηκαν το 2016 και στα γερμανικά από τον Ντερκ Ούβε Χάνσεν (Reinecke & Voss), ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η συλλογή «Ραψωδία» στον οίκο Gutenberg των Γιώργου και Κώστα Δαρδανού.
Επιπλέον, μόλις ολοκλήρωσε τη νέα της ποιητική δουλειά «Χίμαιρα». Ενα υβριδικό βιβλίο με ποιήματα, κείμενα και σύνθεση από φωνές. Σε αυτό υπάρχουν η αφηγήτρια, ο βοσκός, ο περιηγητής Πουκβίλ, ο Ζακ Ντεριντά, οι λεξικογράφοι των αρχαίων ελληνικών του Liddell – Scott, λέει η ίδια, χαρακτηρίζοντάς το ως «αιγωδία», εισάγοντας το θέμα της κατσίκας ως μάνας και θηλυκής ύπαρξης.