Μελαγχολία. Ελληνικότατη λέξη. Πρωτακούστηκε τον 5ο αιώνα από τον Ιπποκράτη για τη «μέλαινα» (δηλαδή «κατάμαυρη») «χολή» που εκλύει το συκώτι –θα έπρεπε όμως να περάσουν άλλοι εννέα αιώνες μέχρι οι επιστήμονες να αναφερθούν σ’ αυτήν ως ψυχική ασθένεια λες και η εξέλιξή μας ως «είδους» ήταν τέτοια που η χολή κατέληξε να στάζει στην ψυχή μας. Ο Ρόμπερτ Μπάρτον ήταν αυτός που με την «Ανατομία της Μελαγχολίας» (που εξέδωσε το 1621) μίλησε καθαρά για τον δυϊσμό της: από τη μια, έγραψε, μιλάμε για την επιτομή της παράνοιας, από την άλλη όμως και για διανοητική υπεροχή, για μια σπάνια καλλιτεχνική ευαισθησία.
Σαν να μιλούσε για τον ίδιο τον Τρίερ. Τόσες και τόσες εξίσου «κατάμαυρες» ταινίες έχει σκαρώσει ο τρομερός αυτός Δανός, που καιρός ήταν να βαφτίσει μία εξ αυτών «Melancholia». Γιατί, προφανώς, ο τίτλος της υπέροχης δουλειάς του δεν αφορά μονάχα τη μελαγχολία των ηρωίδων αλλά και τη δική του. Από την πρώτη ονειρική σεκάνς μέχρι την τελευταία, η οθόνη πλημμυρίζει με εικόνες μοναδικής εικαστικής ομορφιάς: κάδρα ρομαντικά, εξπρεσιονιστικά, συνοδευόμενα από το μουσικό θέμα που ο Βάγκνερ έγραψε για το «Τριστάνος και Ιζόλδη», κάδρα που απεικονίζουν, μεταξύ άλλων, και το τέλος του κόσμου. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Του Τέλους μέσα από τα μάτια δυο γυναικών –δηλαδή μιας. ΟΚ, σας μπέρδεψα. Το πιάνω απλά και από την αρχή.
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΖΙΣΤΙΝ. Η ταινία χωρίζεται σε δυο μέρη, δυο κεφάλαια που το καθένα φέρει ως τίτλο το όνομα των ηρωίδων. Στο πρώτο έχουμε τον χλιδάτο γάμο της Ζιστίν. Καλεσμένοι, λούσα, συγγενείς, αφεντικά, πρόσωπα χαμογελαστά. Κι εκείνη παίζει τον ρόλο όσο πιο καλά μπορεί. Και μπορεί να τον παίξει –όχι όμως και να τον αντέξει. Το ποιος της τον επέβαλε δεν τίθεται καν ως ερώτημα μιας και η επιβολή είναι τόσο ξεκάθαρη: όλοι είναι ένοχοι. Οι ρωγμές στο ερμηνευτικό της σύστημα αρχίσουν να φαίνονται. Ο γάμος πάει στα κομμάτια. Και όλοι πληρώνουν την αδιαφορία τους απέναντι στα δικά της θέλω, πληρώνουν το ερέθισμα των ενοχών της, το ύψωμα των αδιεξόδων της. Στο δεύτερο, η Ζιστίν, σε βαριά κατάθλιψη πλέον, μένει μαζί με την αδελφή της, την Κλερ, και τον κυνικό της σύζυγο. Ολοι μαζί, περιμένουν τη διέλευση του πλανήτη Μελαγχολία δίπλα από τη Γη. Η Ζιστίν ψύχραιμη και προετοιμασμένη. Η Κλερ στην άλλη άκρη –απεγνωσμένη.
Ο πλανήτης Μελαγχολία ενδέχεται και να συνθλίψει τον κόσμο. Δυο γυναίκες, δηλαδή οι δυο όψεις της γυναικείας φύσης (που όμως πλέον, απ’ όπου κι αν την «πιάσεις» είναι το ίδιο λαβωμένη) περιμένουν το τέλος. Παραδομένες και σταθερά καταδικασμένες. Το Τέλος μοιάζει αναπόφευκτο. Το μαρτυρούν όχι μόνο τα αστέρια, αλλά και τα ρημαγμένα γυναικεία κορμιά που κείτονται στη Γη (πόσο αφελείς μοιάζουν πλέον οι κατηγορίες για «μισογυνισμό» που έχει δεχθεί ο Τρίερ κατά καιρούς). Αποκαθηλώνοντας τη ζωή (δηλαδή τη Γυναίκα) οδηγηθήκαμε στην ανυπαρξία. Βλέπετε, δεν είναι «ρέκβιεμ» η ταινία του Τρίερ, αλλά μοιρολόι παραδομένο στο καθαρό συναίσθημα. Το «Melancholia» δεν φλυαρεί, δεν παραπαίει ανάμεσα στα σύμβολά του, δεν «διδάσκει» και δεν φιλοσοφεί. Αντιθέτως, χτυπάει κατευθείαν στην ψυχή. Και ενώ αυτή ραγίζει μπροστά σε μια τελευταία, κυριολεκτικά, εικόνα που κανείς, κανείς μας δεν πρόκειται να ξεχάσει, ο ελεήμων άθεος Τρίερ της χαρίζει την ανυπαρξία μ’ ένα τελευταίο χτύπημα.
info
Σκηνοθεσία: Λαρς φον Τρίερ
Ετος παραγωγής: 2011{CR}Παίζουν: Κίρστεν Ντανστ, Σαρλότ Γκενσμπούρ, Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, Κίφερ Σάδερλαντ