Ανάμεσα στις διεθνείς υποχρεώσεις μιας χώρας είναι να προσφέρει το μέγιστο δυνατό αίσθημα ασφάλειας σε εκείνους που εκπροσωπούν σε αυτήν τις δικές τους χώρες. Δυστυχώς, αυτός ο πανάρχαιος κανόνας, κανόνας που θεωρείται και πρέπει να είναι ιερός, καταπατάται βάναυσα από ομάδες οργανωμένης βίας που σε ρόλο αυτόκλητων τιμωρών επιδίδονται σε πράξεις επαναστατικής γυμναστικής πότε εισβάλλοντας και άλλοτε πετώντας μπογιές σε ξένες πρεσβείες.
Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς το γεγονός ότι τέτοιες βίαιες πράξεις εκθέτουν διεθνώς τη χώρα. Την εκθέτουν ακόμη περισσότερο όταν δίδεται η αίσθηση ότι η δημοκρατία ανέχεται πράξεις που ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια της ακτιβιστικής δράσης, ότι συγχέεται η υγιής διαμαρτυρία με την αντιδημοκρατική στάση. Και την τραυματίζουν όταν η δημοκρατία δίνει την εντύπωση πως η δική της στάση απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα υπαγορεύεται από έναν παραλυτικό φόβο.
Μετά την επίθεση στην πρεσβεία του Ισραήλ, ο αρμόδιος υπουργός δήλωσε ότι θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια για τη σύλληψη των δραστών. Η δήλωση αυτή είναι αυτονόητη ειδικά ενόψει του κινδύνου οι επιθέσεις αυτές να αποκτήσουν τη μορφή μιας μόνιμης κατάστασης –ή μάλλον μιας μόνιμης ύβρεως. Θα έπρεπε να είχε γίνει όμως όταν στόχοι ανάλογων επιθέσεων έχουν γίνει δημόσια κτίρια και κρατικές υποδομές. Οταν η βία έφτασε ώς το προαύλιο της Βουλής.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, ελπίζει κανείς η δήλωση αυτή να μην είναι πολύ λίγη. Και να μην έγινε πολύ αργά.