Τη δεκαετία του ’70, οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες ζήτησαν από τον διάσημο αμερικανό ψυχολόγο και νομπελίστα Οικονομικών Επιστημών Ντάνιελ Κάνεμαν να τις συμβουλεύσει πώς να εκσυγχρονίσουν τη δουλειά τους. Κι εκείνος τους είπε να καταργήσουν την κλασική έκθεση που έστελναν στην κυβέρνηση σε τακτά χρονικά διαστήματα, και της επέτρεπε να δικαιολογεί όποια απόφαση έπαιρνε, και να στέλνουν στη θέση της σενάρια με τις αντίστοιχες πιθανότητες. Ετσι κι έγινε. Η επόμενη έκθεση –γράφει ο Μάικλ Λιούις στο βιβλίο του «The Undoing Project» –περιλάμβανε ένα σενάριο που αύξανε τις πιθανότητες ενός πολέμου με τη Συρία κατά 10%.
«Μόνο 10%;» αναφώνησε ένας ανώτατος αξιωματούχος. «Αυτό δεν είναι τίποτα». Ο Κάνεμαν τρομοκρατήθηκε. Μια τέτοια αύξηση της πιθανότητας ενός τόσο καταστροφικού πολέμου ήταν κάτι πολύ σοβαρό. Κι όμως, η ισραηλινή κυβέρνηση δεν το καταλάβαινε. Επρεπε λοιπόν να βρεθεί ένας άλλος τρόπος διαχείρισης. Αρκετά χρόνια αργότερα θα κατέληγε στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Κανείς ποτέ δεν έλαβε μια απόφαση με βάση έναν αριθμό. Αυτό που χρειάζονται πάντα οι άνθρωποι είναι μια ιστορία».
Ο δημοσιογράφος των New York Times Ντέιβιντ Λέοναρντ χρησιμοποιεί το επεισόδιο αυτό ως εισαγωγή στη στήλη αυτοκριτικής που συνηθίζει να δημοσιεύει στο τέλος του χρόνου. Δεν έχει νόημα να λες ότι η Χίλαρι Κλίντον έχει 72% με 85% πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές, γράφει. Γιατί η πρώτη σκέψη που κάνει όποιος το διαβάζει είναι ότι η Χίλαρι έχει ήδη κερδίσει. Πολύ πιο χρήσιμο είναι να αποτυπώσεις σε μια ιστορία τι θα συμβεί στην περίπτωση που κερδίσει ο Τραμπ. Κι ας μη συγκεντρώνει ένα τέτοιο ενδεχόμενο πιθανότητες πάνω από 30%.
Είναι αλήθεια ότι η αυτοκριτική θα μπορούσε να είναι αυστηρότερη. Οχι μόνο του συναδέλφου, αλλά και όλων των «φιλελεύθερων» δημοσιογράφων, διανοουμένων ή πολιτικών. Δεν αρκεί να προειδοποιείς για τις επιπτώσεις που θα έχει η εκπλήρωση ενός απίθανου σεναρίου. Πρέπει να αναλύσεις και ποια δικά σου λάθη μπορεί να οδηγήσουν –ή οδήγησαν ήδη –σε μια απευκταία εξέλιξη. Ωραία η συνέντευξη του Ομπάμα στον πρίγκιπα Χάρι. Αλλά ο πρώην πρόεδρος έχει ευθύνες για τη σημερινή καταστροφή.
Με την αυτοκριτική δεν έχει καλές σχέσεις ούτε η ελληνική πολιτική, πνευματική ή δημοσιογραφική ελίτ. Αυτό αφορά βέβαια πρωτίστως τη σημερινή κυβέρνηση, που μπορεί να υποστηρίξει κάτι και το ακριβώς αντίθετό του καταγγέλλοντας ταυτόχρονα τους αντιπάλους της για ασυνέπεια. Αφορά όμως και την αντιπολίτευση, κεντροδεξιά και κεντροαριστερή. Αφορά όλους μας, που πολλές φορές κουνάμε το δάκτυλο λησμονώντας ή υποβαθμίζοντας πράγματα που πέρασαν δίπλα μας ή από πάνω μας, χωρίς καν να το πάρουμε χαμπάρι. Δεν έχει θρησκευτικό χαρακτήρα η αυτοκριτική, αλλά βαθύτατα πολιτικό. Πόσω μάλλον αν συνοδεύεται από ανθρώπινες ιστορίες. Καλή χρονιά!