«Τον ασθενή μετά το χειρουργείο δεν τον βάζεις να τρέξει. Πρώτα πρέπει να ανακτήσει τις δυνάμεις του και μετά να σταθεί στα πόδια του». Με τα λόγια αυτά κορυφαίος παράγοντας της ελληνικής οικονομίας συνηθίζει, το τελευταίο διάστημα, να τοποθετείται απέναντι στο κυβερνητικό αφήγημα περί της καθαρής εξόδου της χώρας από το Μνημόνιο τον Αύγουστο το 2018.
Κάτι ανάλογο διαμήνυσε, άλλωστε, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος την προηγούμενη εβδομάδα. Ο Γιάννης Στουρνάρας, έχοντας γνώση των διεργασιών που συντελούνται σε Φρανκφούρτη και Βρυξέλλες γύρω από το ελληνικό ζήτημα, έσπευσε να κόψει τη φόρα της κυβέρνησης πυροδοτώντας ακόμη μία οργισμένη αντίδραση εις βάρος του από το Μέγαρο Μαξίμου. Προδιέγραψε την προοπτική ενός νέου προγράμματος προληπτικής γραμμής πίστωσης με αυστηρή εποπτεία, όρους και δεσμεύσεις, η οποία κάθε άλλο παρά σηματοδοτεί καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση. Και αυτό για κάποιους πολύ σημαντικούς λόγους όπως λένε άνθρωποι με πλήρη γνώση των συζητήσεων που διεξάγονται όλο αυτό το διάστημα πίσω από τις κλειστές πόρτες στις συσκέψεις των δανειστών.
Πρώτον, γιατί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έχει τη δυνατότητα από το καταστατικό της να χρηματοδοτεί φθηνά τις ελληνικές τράπεζες χωρίς η ελληνική οικονομία να είναι σε πρόγραμμα, αφού τα ομόλογά της είναι ακόμη στην κατηγορία junk. Στην περίπτωση αυτή οι τράπεζες θα έπρεπε να αντλούν χρηματοδότηση από τον ακριβότερο μηχανισμό ELA. Ο,τι χειρότερο, δηλαδή, σε μια περίοδο που δοκιμάζονται από τα κόκκινα δάνεια και είναι σε διαδικασία ελέγχου της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Δεύτερον, γιατί χωρίς πρόγραμμα θα χαθούν τα 25 δισ. ευρώ που περισσεύουν από το τρίτο Μνημόνιο. Πρόκειται για χρηματοδότηση, εγκεκριμένη από τα Κοινοβούλια των δανειστών, με μέσο επιτόκιο 0,8%. Την ίδια ώρα η άντληση κεφαλαίων απευθείας από τις αγορές για την Ελλάδα γίνεται με πενταπλάσιο επιτόκιο της τάξης του 4%. Επιπλέον σε μια περίοδο που είναι ανοικτά ακόμη πολλά και κρίσιμα ζητήματα, όπως αυτά των κεφαλαίων των τραπεζών, η απώλεια της δυνατότητας χρησιμοποίησης του μαξιλαριού των 25 δισ. ευρώ θα ήταν τουλάχιστον παρακινδυνευμένη.
Τρίτον, γιατί οι δανειστές δεν θέλουν και δεν πρόκειται να αφήσουν την Ελλάδα χωρίς νέο πρόγραμμα. Ακόμη και αν δεν ονομάζεται Μνημόνιο, δεν θα διαφέρει επί της ουσίας από αυτό. Εχουν κάνει σαφές ότι δεν θα εγκρίνουν την παραμικρή νέα διευκόλυνση για το χρέος αν αυτή δεν συνδεθεί με νέες δεσμεύσεις. Επίσης δεν εμπιστεύονται το ελληνικό πολιτικό σύστημα, θεωρώντας ότι την επόμενη μέρα, χωρίς διαδικασίες δεσμεύσεων και εποπτείας, υπάρχει ο κίνδυνος ανατροπών σε πολιτικές που εφαρμόστηκαν ή παροχών. Εξάλλου, οι δανειστές δεν κρύβουν την ανησυχία τους για τις πολιτικές εξελίξεις το επόμενο διάστημα. Φοβούνται για την αντίδραση των αγορών στο ενδεχόμενο μη ύπαρξης αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές και με ορατό τον κίνδυνο ακυβερνησίας λόγω απλής αναλογικής στις μεθεπόμενες. Αντίδραση που εκτιμάται ότι θα είναι ελεγχόμενη στην περίπτωση που η Ελλάδα είναι προστατευμένη με ένα προληπτικό πλαίσιο στήριξης.
Κάπως έτσι, η προοπτική ενός νέου προγράμματος για την ελληνική οικονομία μετά το τρίτο Μνημόνιο θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Το ερώτημα είναι γιατί η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ εξακολουθεί να παίζει τα ρέστα της σε ένα αφήγημα που σε λίγο καιρό θα διαψευσθεί. Θα υπομείνει μία ακόμη διάψευση των προσδοκιών που έχει καλλιεργήσει και το κόστος της υπογραφής ενός νέου προγράμματος ή θα σπεύσει να προλάβει τις εξελίξεις πριν να είναι πολύ αργά;