Τελικά όλα καταλήγουν στη γλώσσα, η οποία μπορεί να καταλήγει στο τίποτα, σε ταυτολογία, παραπλάνηση ή στο αντίστροφο νόημα. Παράδειγμα: Αποφάσισα να δώσω σε αυτή την στήλη τον τίτλο «Προαστιακός». Διαβάζω προχτές στη Βικιπαίδεια την ερμηνεία της λέξης κι αντιγράφω επακριβώς: «Ο Προαστιακός Σιδηρόδρομος της Αθήνας αποτελεί μια υπηρεσία προαστιακού σιδηροδρόμου που εξυπηρετεί τα προάστια της Αθήνας». Μπείτε και δείτε το. Μια πλήρης ταυτολογία που δεν εκφράζει τίποτα. Σαν να λέμε «Γιαούρτι»: το γιαούρτι είναι ένα γιαουρτωμένο γιαούρτι του εαυτού του.
Η γλώσσα διαστρέφει τα πάντα. Ή, εμείς μπορούμε να διαστρέψουμε με την ανάγνωση το νόημα των λέξεων. Μπορείς να πεις για ένα σταλινικό έγκλημα, διαπραγμένο από σταλινικούς, ότι είναι ένα φασιστικό έγκλημα. Διότι ο σταλινισμός δεν διαπράττει εγκλήματα, αλλά κάθε έγκλημα είναι από την φύση του φασιστικό. Ή, να πεις για ένα φασιστικό φόνο που διέπραξαν φασίστες, πως είναι ένα σταλινικό έγκλημα, διότι κάθε τι εγκληματικό είναι σταλινικό –πάντως μερικοί βρήκαν την λύση: τα λένε όλα «προβοκάτσια» και πάει τελείωσε. Ή, «αποσταθεροποίηση». Κανείς δεν θέλει να μας εξηγήσει γιατί, αλλά ταιριάζει σε κάθε περίπτωση.
Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε πλέον: φασιστικές πράξεις κάνουν οι φασίστες και αναρχικές οι αναρχικοί –ή μήπως οι ναζί ασκούν σταλινική τρομοκρατία, οι αναρχικοί γκαιμπελίζουν και οι φιλεleft κάνουν πλειστηριασμούς; Διατελώ εν πλήρη συγχύσει αθώος, αν και αθώοι δεν υπάρχουν σύμφωνα με τη γνωστή θεωρία, μόνο δυνάμει ένοχοι –κι άραγε υπάρχει έγνοια για την πρώτη ή για την τελευταία μας κατοικία; Ενδέχεται να βγάλουν σε πλειστηριασμό και την τελευταία μας κατοικία; Πιθανώς. Γι’ αυτό κάποιοι από τώρα αφήνουν διαθήκη περί καύσης;
Δεν βγάζεις άκρη. Εδώ κάποιος δηλώνει αντιρατσιστής, αλλά ταυτόχρονα εκφράζει και ταξικό μίσος. Ναι, αλλά το ταξικό μίσος δεν είναι ρατσισμός, και μάλιστα χειρότερος, εναντίον συμπατριωτών; Πώς ένας που μισεί τη μεσαία ή την ανώτερη τάξη παριστάνει τον αντιρατσιστή; Δηλαδή, για παράδειγμα, αγαπάει έναν Νιγηριανό ως αλλόφυλο, αλλά τον μισεί επειδή είναι πλούσιος;
Τελευταίως, δε, με τη δικτατορία του κορέκτ, φοβάσαι και να μιλήσεις –προ μηνών κάποιος δικηγόρος έκανε το ασυγχώρητο λάθος να γράψει ότι οι ευτραφείς γυναίκες δεν πρέπει να φοράνε στριγκοειδή μαγιό και την πλήρωσε δεόντως. Και βέβαια, τώρα με τη μάχη κατά της αριστείας, οφείλεις να φοβάσαι να πεις ότι αυτός ο άνθρωπος (άντρας ή γυναίκα) είναι όμορφος, διότι είναι σαν να λες ότι οι λοιποί είναι άσχημοι, υπαινιγμός που θα θεωρηθεί συλλογικά και βαθύτατα ρατσιστικός –ακόμα και το ανάποδο: αν πει κάποιος για μένα ότι είμαι άσχημος, θα θεωρηθεί κακόζηλος και ρατσιστής, υπονοώντας πως είμαι κατώτερος απ’ τους ωραίους, εφόσον κάθε μέγεθος υπάρχει μόνο σε σχέση με κάτι άλλο. Πολύ περισσότερο θα πρέπει να αποφεύγονται κρίσεις του τύπου «αυτή η γυναίκα είναι ιδιοφυής» διότι είναι σαν να θες να πεις ότι οι άλλες ρατσιστικώς υπολείπονται –πέραν του ότι λέγοντας «ιδιοφυής», πιθανώς άλλοι θα σου πούνε ότι το λες επειδή θες να αποφύγεις να πεις αν είναι όμορφη ή όχι. Ισως, δηλαδή, στο κοντινό μέλλον θα πρέπει να καταργήσουμε εντελώς τα επίθετα, διότι κάθε επίθετο, επαινετικό ή αρνητικό, θα είναι ύποπτο στο κορέκτ –το χειρότερο είναι ότι προχωρούν μερικοί πέραν της δήλωσης καθεαυτής, σε δίκη προθέσεων, ή και ανύπαρκτων συμπαραδηλώσεων.
Κάποτε ο Μιχάλης Κατσαρός έγραψε «Και φοβηθέντες τα ονόματα, έβαλαν και επίθετα», αλλά τώρα αυτό τείνει να αντιστραφεί. Φοβηθέντες κάθε επίθετο, θα βάζουμε μόνο ονόματα –αλλά όχι το χωριό. Ονομα και μη χωριό. Αν και γίναμε χωριό προ πολλού κι ο κάθε λαμόγιος θα μπορεί να σε εγκαλεί για δήθεν ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, πέραν κάθε πραγματικότητας, αφού αυτή δεν έχει πια καμιά σημασία. Μόνο η ακραία μοχθηρή ερμηνεία των λέξεων, που απ’ την άλλη, όμως, όντως μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κάλυψη, ή αυτοαθωωτική διατύπωση. Παράδειγμα: οι κυβερνητικοί επέβαλαν αντί της λέξης «λαθρομετανάστης» την έκφραση «παράτυπος μετανάστης» (και σωστά) από υποτιθέμενη ευαισθησία –στη συνέχεια όμως φέρονται στους μετανάστες σαν να είναι-μην-πω, στην Μόρια, στα νησιά κι αλλού, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι οι άνθρωποι αυτοί υποφέρουν, αλληλομαχαιρώνονται, κρυώνουν και πεινούν ή πεθαίνουν, όχι πλέον ως λαθρομετανάστες, αλλά ως παράτυποι. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Ή, όχι;
Και βέβαια πρέπει πάραυτα να κοπούν οι τηλεοπτικοί διαγωνισμοί φωνής, μόντελινγκ, ή ό,τι άλλο, εφόσον αναδεικνύουν «ρατσιστικά» κάποιους καλύτερους, πιο προικισμένους, πιο ευφυείς –ή πιο τυχερούς. Μήπως η Τύχη δεν είναι «ρατσιστική»; Γιατί να μην κερδίσω εγώ το Εθνικό Λαχείο της Πρωτοχρονιάς; Αν με πεις επιπλέον και «γκαντέμη», δεν είναι ρατσισμός;
Ετσι όπως πάμε θα πάψουμε και να μιλάμε και να γράφουμε. Θα φοβόμαστε τα επίθετα, οποιοδήποτε επίθετο (κοντός, ψηλός κ.λπ.) όπως εκείνος ο δικτάτορας της Αργεντινής που απαγόρευσε να λέγεται δημόσια η λέξη «Εβίτα», εννοώντας την Εβίτα Περόν.
Γηρατειά, κορέκτ και αποστείρωση. Συν την παρενόχληση, τώρα, που οδήγησε απ’ ό,τι διαβάζω τους Σουηδούς στο σημείο να υπογράφουν σύμφωνο πριν κάνουν σεξ. Ναι, αλλά ας υποθέσουμε ότι ένα ζευγάρι υπέγραψε σύμφωνο και μετά ο ένας βιάζει τον άλλον ή θεωρεί πως βιάζεται –τότε τι γίνεται; Πώς θα βγει άκρη στα δικαστήρια; Μήπως οδεύουμε σε κάποιου είδους παράνοια υπερβολής που θα ακυρώνει ακόμα και κάθε καλοπροαίρετη συμπεριφορά, κάθε παίγνιο λόγου –κι όχι ότι δεν υπάρχουν ρατσιστές, παρενοχλούντες, ή βιαστές. Σίγουρα ναι και ουκ ολίγοι, δυστυχώς, και πρέπει να αντιμετωπίζονται δεόντως. Αλλά αν φυσάμε και το γιαούρτι και φτάσουμε σε ακραία γενίκευση, τότε θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε για ρατσισμό όχι μόνο τον Αριστοφάνη, αλλά και τον Ανδρέα Εμπειρίκο που έγραψε:
«Μια φρόνιμη γυναίκα αξίζει τρία πουλιά. Μια γυναίκα απλώς γυναίκα αξίζει δεκάδες δορκάδων».
Ή, για παρενόχληση, τον Γιώργο Σαραντάρη για τον υπέροχο στίχο του:
«Ελένη, καμπύλη του κόσμου με εβένινη σημασία».