Αν ήταν άνθρωπος, ένα παιδί, αυτές τις μέρες θα γινόταν 18. Θα ενηλικιωνόταν. Θα είχε περάσει τις παιδικές ασθένειες, τις εφηβικές αναταράξεις και θα ετοιμαζόταν να βγει στη ζωή. Με δύναμη από το παρελθόν, σιγουριά για το μέλλον και μια δόση υπεροψίας. Ηταν, βλέπετε, καλοί οι οιωνοί και το παραχαϊδέψαμε το «μωρό» στη γέννησή του. Λες και η παγκόσμια οικογένεια είχε επενδύσει σε αυτό όλα τα όνειρα και τα οράματά της. Δεν ήταν όμως μωρό. Ηταν το μιλένιουμ. Θυμάστε πώς περιμέναμε εκείνη την Πρωτοχρονιά πριν από 18 χρόνια; Οσοι, μάλιστα, δουλεύαμε στα μέσα μαζικής επικοινωνίας την προετοιμάζαμε πολλούς μήνες πριν. Η δύναμη του αριθμητικού συμβολισμού έδινε αφορμή για μεγάλους απολογισμούς και ακόμη μεγαλύτερες προσδοκίες. Ηταν σαν το γύρισμα της χιλιετίας να έβαζε μια ξεκάθαρη γραμμή ανάμεσα στο παλιό και το νέο. Εστω και με μια δόση μελαγχολίας, σαν από κάπου ο Σαββόπουλος να τραγουδούσε «Πέρασαν για πάντα οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες, οι κραυγές, γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών».
Κρατάω ακόμη πολλά από τα μεγά διεθνή έντυπα με τα αφιερώματα για τις αλλαγές που θα έρχονταν, για όσα θα αφήναμε οριστικά πίσω μας, για τους μετασχηματισμούς, για τις συνθήκες μιας καινούργιας καθημερινότητας. Το μέλλον έμοιαζε ανατρεπτικό αλλά όχι δυσοίωνο. Ερχόμαστε εξάλλου με τις βεβαιότητες του πρόσφατου παρελθόντος. Θεωρούσαμε τα δεδομένα μας αδιαπραγμάτευτα. Τα στοιχήματα αφορούσαν μόνο τις εξελίξεις, τις νέες αναφορές που θα αποκτούσαν οι παλιές αξίες. Θα ήταν, για παράδειγμα, η πολυτέλεια του νέου αιώνα ένα τρίπτυχο που θα οριζόταν από μεγαλύτερο προσωπικό χώρο, περισσότερο προσωπικό χρόνο και δικαίωμα στη σιωπή, όπως έγραφε το περιοδικό «New Yorker»; Θα σήμαινε η νέα χιλιετία το τέλος των αυθεντιών, όπως ισχυριζόταν η συντακτική ομάδα του «Newsweek»; Το προσδόκιμο ζωής θα ξεπερνούσε τα 120 χρόνια, όπως προέβλεπαν οι ειδικοί;
Ετσι λοιπόν, με την προσμονή ενός καινούργιου κόσμου, όχι απόλυτα χαρτογραφημένου αλλά, σε κάθε περίπτωση, θαυμαστού, γιορτάσαμε το μιλένιουμ. Που έγινε trade mark, ένα «προϊόν» σε υπερεορταστική συσκευασία, και έκανε τεράστιους τζίρους στη διεθνή αγορά. Το μερίδιο που μου αναλογούσε είχα φροντίσει, συνειδητά τότε, να το καταναλώσω στη Νέα Υόρκη, την καρδιά της παγκόσμιας γιορτής. Θυμάμαι την αγωνία για την πιθανότητα να παραλύσουν οι ηλεκτρονικοί σύνδεσμοι όταν ο χρόνος θα μηδένιζε, ότι η αστυνομία συμβούλευε να προμηθευτούμε φακούς και σφυρίχτρες για να αντιμετωπίσουμε πιθανό μπλακάουτ και τους σταθερούς της κινδυνολογίας που –κι εκεί όπως κι εδώ –άδειαζαν τα σουπερμάρκετ. Τίποτε από αυτά δεν έγινε. Ξεχυθήκαμε στους δρόμους, φιληθήκαμε άγνωστοι μεταξύ μας και πέσαμε αποκαμωμένοι για ύπνο όταν είχε πια ξημερώσει για τα καλά η 1η Ιανουαρίου 2000.
Και αν ξυπνούσε κάποιος 18 χρόνια μετά; Με τον Τραμπ πρόεδρο των ΗΠΑ, εκατόμβες νεκρών από τρομοκρατικά χτυπήματα στις πρωτεύουσες του δυτικού κόσμου, την Ευρώπη να προσπαθεί να διαχειριστεί τα προσφυγικά κύματα και εμάς τους Ελληνες να ζούμε με κουπόνια και επιδόματα και να τσακωνόμαστε για τον Εμφύλιο; …Σκέφτηκα προχθές να ξεφυλλίσω εκείνα τα αφιερώματα στο μιλένιουμ. Δεν το τόλμησα. Θα ήταν σαν μετωπική πρόσκρουση με αυτό που έλεγαν οι θεοσεβούμενες θείες μου. Πως, δηλαδή, όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει. Κάπως έτσι το λέει, σε ένα διήγημα, και ο Σαμ Σέπαρντ. «Ζωή είναι αυτό που συμβαίνει όταν οι άνθρωποι προγραμματίζουν το μέλλον». Σαν από κάπου ο Σαββόπουλος να τραγουδά «Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία».
Καλή χρονιά να έχουμε!