Τεμαχίζουμε –ζώντας –τον χρόνο στα τρία. Στο παρόν, που ώσπου να το αρπάξουμε, να το στύψουμε, να ρουφήξουμε τους χυμούς του, έχει κιόλας χαθεί. Στο μέλλον, μια οθόνη στην οποία προβάλλουμε τα σχέδια και τα όνειρά μας και όσο τη ζυγώνουμε, τόσο εκείνη απομακρύνεται. Στο παρελθόν, που είναι καμωμένο από το πιο εύπλαστο υλικό. Σε πείσμα των γεγονότων και της μνήμης μας της ίδιας, κατασκευάζουμε και ανακατασκευάζουμε το παρελθόν αυθαίρετα. Του δίνουμε το σχήμα της νοσταλγίας.
Σε έρευνα που διεξήχθη πρόσφατα, οι περισσότεροι απάντησαν ότι κατά τη δεκαετία του 1960 η ζωή στην Ελλάδα ήταν πιο ευχάριστη, πιο ανθρώπινη από ό,τι σήμερα. Μονάχα όσοι κοντεύουν ή όσοι έχουν υπερβεί τα εβδομήντα διαθέτουν ολοκληρωμένο βίωμα από τη μακρινή εκείνη εποχή. Ολοι οι υπόλοιποι σχηματίζουν άποψη παρακολουθώντας κωμωδίες του παλιού εμπορικού κινηματογράφου. Βλέπουν την Αλίκη Βουγιουκλάκη και συμπεραίνουν πως οι μαθήτριες τότε χόρευαν νυχθημερόν το «νιάου νιάου βρε γατούλα». Μαγεύονται από το ζευγάρι Λαμπέτη – Χορν, «έτσι ήταν κάποτε οι έρωτες…» αναστενάζουν. Και οι γεραροί ωστόσο συμπολίτες μας εξιδανικεύουν –συνειδητά ή ασυνείδητα –τα νιάτα τους και τα τρίβουν στη μούρη των νεότερων. Πρέπει να είσαι επικίνδυνα ειλικρινής, στα όρια του κοινωνικά ανεκτού, για να παρουσιάζεις την κατάσταση όπως πράγματι είχε.
«Ξεκινήσαμε αξημέρωτα από την Κυψέλη με δυο συμφοιτητές μου για να πάμε στην Αίγινα…», μου διηγούνταν ένας παλαίμαχος δικηγόρος. «Περπατήσαμε μέχρι την Ομόνοια κι εκεί σαλτάραμε σε ένα σαραβαλιασμένο φορτηγό που έκανε δρομολόγια με ένα δίφραγκο το κεφάλι προς και από τον Πειραιά. Το καράβι ήταν τίγκα στους προσκυνητές του Αγιου Νεκτάριου, μόνο λιβάνια που δεν έκαιγαν στο κατάστρωμα. Φτάσαμε μεσημέρι με ντάλα ήλιο. Δεν είχαμε μαγιό, κολυμπήσαμε με τα σώβρακα. Να κάτσουμε σε ταβέρνα; Με τι λεφτά; Είχαμε φέρει ελιές, ψωμί και τυρί φέτα από τα σπίτια μας. Να φλερτάρουμε; Και να τολμούσαμε έστω να κοιτάξουμε κάποια κοπέλα, θα βρίσκαμε πιθανόν τον μπελά μας –θα μας περιελάμβανε ο αδελφός της. Κατευθυνθήκαμε προς μια έρημη παραλία, μακριά από εθνικόφρονα αφτιά, κι εκεί εκτονωθήκαμε, τέσσερις μαντράχαλοι, τραγουδώντας Θεοδωράκη. Ηπιαμε χλιαρή ρετσίνα απ’ το μπουκάλι και κοιμηθήκαμε στα βότσαλα. Αυτό το βαφτίσαμε εκδρομή. Σκέψου δε πως δεν ήμασταν τίποτα φτωχόπαιδα, στη μεσαία τάξη ανήκαμε μάλλον με τα κριτήρια της εποχής…». «Τι λες, βρε Τάκη, στο παιδί!» εξανέστη η σύζυγός του, σεσημασμένη νοσταλγός, ικανή να χρυσοπληρώσει ένα ραγισμένο λαβομάνο ή μια σκουριασμένη λεκάνη για ποδόλουτρο μόνο και μόνο επειδή ο παλαιοπώλης θα της ορκιστεί ότι τα είχαν φυγαδεύσει από τη Σμύρνη με την Καταστροφή.
Στους καλλιτεχνικούς κύκλους, η νοσταλγία συχνά καταντά δηλητηριώδης. «Πού είναι σήμερα ένας Τσαρούχης;» αναπολούν οι ίδιοι ακριβώς –υποψιάζομαι –που όταν οι πίνακες με τους ναύτες και τους εσατζήδες ήταν ακόμα νωποί θα τους κατακεραύνωναν συγκρίνοντάς τους με τις ελαιογραφίες του Παρθένη. «Εχετε δει έργα του Ρόρρη;» τους ρωτάς. «Του Μποκόρου; Του Σπηλιόπουλου; Του Βερούκα; Της Στεφανιδάκη;». Οι καλλιτέχνες που τους προτείνεις όχι μονάχα ζουν μα βρίσκονται και στην ακμή τους. Πώς λοιπόν να ρισκάρουν οι δυσκοίλιοι κήνσορες έναν έπαινο που ο πανδαμάτωρ χρόνος πιθανόν να διαψεύσει;
«Παλιά υπήρχαν συγκλονιστικοί ηθοποιοί!» περνούν απ’ τα εικαστικά στο θέατρο. «Χειροκροτήσατε εσείς την Ελένη Παπαδάκη; Την Κοτοπούλη; Τον Βεάκη;». «Εχουμε φάει τα νιάτα μας στο υπόγειο του Κουν. Στηρίξαμε τον Λευτέρη Βογιατζή στο ξεκίνημά του». «Θυμάστε, ύστερα από δεκαετίες, τόσο καθαρά τις παραστάσεις τους, ώστε να τις αντιπαραθέτετε με ό,τι ανεβαίνει σήμερα στις αθηναϊκές σκηνές;».
«Οι γενιές εκείνες είχαν περάσει διά πυρός και σιδήρου. Το Νομπέλ του Ελύτη εκκολάφθηκε το ’40, στα βουνά της Αλβανίας». «Καμία αντίρρηση. Πιστεύετε όμως ότι για να φωτίσει κανείς κατά τρόπο καλλιτεχνικά απαράμιλλο την ανθρώπινη κατάσταση πρέπει να έχουν σφυρίξει σφαίρες δίπλα του; Πώς εξηγείτε τότε το φαινόμενο του επιφανειακά ατσαλάκωτου Καβάφη;». «Καβάφης βγαίνει ένας κάθε πεντακόσια χρόνια!». «Πιθανόν και τώρα ακόμα που μιλάμε, ένας ποιητής στην παραδιπλανή πολυκατοικία να γράφει στίχους συγκλονιστικούς…». «Ας μας τους φέρει να τους διαβάσουμε!» μυκτηρίζουν.
Και να τους διάβαζαν, δεν θα τους αναγνώριζαν. Η ύπαρξή τους είναι τόσο πυκνοκατοικημένη από τους μύθους του παρελθόντος –συλλογικούς και προσωπικούς -, ώστε δεν περισσεύει χώρος για απολύτως τίποτα καινούργιο. Μόνο μηρυκασμούς ανέχονται, επαναλήψεις, διασκευές στην καλύτερη περίπτωση. Δεν το χωράει ο νους τους ότι ένας μουσικός εφάμιλλος του Χατζιδάκι –άμποτε εμφανισθεί –δεν θα θυμίζει διόλου σε πρώτο άκουσμα τον προπάτορά του. Πως αν δεν πάψεις να ευλογείς τις ρίζες σου, αποκλείεται να πετάξεις φρέσκα κλαδιά. Οτι εάν δεν ξεπεράσεις την ασθένεια της αέναης νοσταλγίας –η οποία κάνει τα παιδιά να μοιάζουν με γέρους και τους γέρους με παιδιά –είναι αδύνατον να δεις καθαρά το σήμερα. Πόσω δε μάλλον να συνομιλήσεις δημιουργικά μαζί του.
«Αφήστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους» λέει ο Ιησούς στο κατά Ματθαίον. Ποτέ η ανάγκη της χειραφέτησης δεν εκφράστηκε με λιγότερες λέξεις.
Ευτυχισμένο –και αληθινά νέο –το Νέο Ετος.