Την ώρα που γράφω αυτό το κείμενο, έχω φύγει από τη Γαλλία και βρίσκομαι στην Ισπανία. Οχι στη Βαρκελώνη, αλλά στην Αστούρια, μια περιοχή με χιονισμένα βουνά και παραλίες ανάμεσα στη Γαλικία και τη Χώρα των Βάσκων. Οταν πάτησα το πόδι μου στο αεροδρόμιο του Σαντιάγο ντελ Μόντε, άφησα επιτέλους τις μάταιες γαλλικές πολεμικές αναφορικά με τη μεταμφίεση σε μαύρο παίκτη του μπάσκετ του λευκού ποδοσφαιριστή Αντουάν Γκριεζμάν ή την πολυσυζητημένη πτήση Τόκιο – Παρίσι του πρωθυπουργού μας, που κόστισε 350.000 ευρώ για 60 άτομα (είναι πολλά, αλλά ακόμη και ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, ηγέτης της ανυπότακτης Γαλλίας, ταξιδεύει στην πρώτη θέση όταν επιστρέφει από τη νήσο Ρεϊνιόν…). Θα υπεισέλθω, λοιπόν, στην πραγματικότητα ενός σοβαρού ζητήματος: την περίπτωση μιας χώρας, της Ισπανίας, η οποία αποσυντίθεται στην καρδιά της Ευρώπης.
Αυτό με σκιάζει στον μέγιστο βαθμό.
Οπως με σκιάζει και το μίσος των φτωχών, καταρχήν, που διέπει τις καταλανικές συζητήσεις περί ανεξαρτησίας (μόλις 48% των ψήφων). Διότι αυτή είναι και η ουσία της υπόθεσης στη Βαρκελώνη: να μην πληρώσουν για τους πιο φτωχούς, για τους «ζητιάνους» της Ανδαλουσίας ή της Εξτρεμαδούρας. Παρά τα χρέη της, η Καταλωνία είναι πλούσια, έχει γίνει πολύς λόγος γι’ αυτό, μάλιστα οι ίδιοι οι αυτονομιστές το επαναλαμβάνουν συνεχώς: 8 εκατομμύρια κάτοικοι, 20% του ΑΕΠ της χώρας, γιατί να καταβάλλουν περισσότερα χρήματα στο κεντρικό κράτος τη στιγμή που οι ίδιοι δεν λαμβάνουν τίποτα από αυτό; Διότι, πρέπει να θυμόμαστε, αυτή είναι η βασική αρχή ενός κράτους δικαίου: να πληρώνουν περισσότερα αυτοί που κατέχουν περισσότερα, προς όφελος εκείνων που έχουν λιγότερα. Αχ, αυτή η ανταρσία των πλουσίων, που με κάνει να σκέφτομαι τα λόγια του Αρπαγκόν στον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου, ο οποίος αγαπάει μόνο τις χρυσές λίρες του.
Οπως με σκιάζουν επίσης οι λέξεις «φρανκιστές», «φασίστες», οι οποίες επανέρχονται όπως μία δηλητηριώδης επωδός στα στόματα των αυτονομιστών και, ακόμα περισσότερο, των εκπροσώπων τους. Η αλήθεια είναι ότι είναι συναρπαστικό, όταν είσαι 20 ετών, να πιστεύεις ότι είσαι μεγάλος επαναστάτης, λένε ακόμη ότι είναι και πολύ καλό για την υγεία. Αυτό όμως που ανεχόμαστε από έναν 20χρονο φοιτητή, πρέπει να το δεχθούμε και από έναν πολιτικό ηγέτη ανυπόληπτο από την ανανδρία μιας οργανωμένης εξορίας; Φυσικά, την 1η Οκτωβρίου, οι εικόνες δεν ήταν πολύ ωραίες, εκείνες ενός πλήθους ξυλοκοπημένου από άντρες με πανοπλία. Είναι βέβαιο ότι η εξουσία της Μαδρίτης έδειξε εκείνη την ημέρα μια απίστευτη βλακεία, καταπιέζοντας με βία το παράνομο δημοψήφισμα, ίσως όμως να έπρεπε να είχε επιτρέψει τη διεξαγωγή του, όπως ακριβώς με κάτι που δεν έχει σημασία, όπως επιτρέπεται ένα καθαρτικό καρναβάλι, παρακολουθώντας το από ψηλά. Είναι βέβαιο ότι το Λαϊκό Κόμμα του κ. Ραχόι λατρεύει να ρίχνει λάδι στη φωτιά, αναδεύοντας αναφορές στις σκοτεινές ώρες της ισπανικής ιστορίας. Τελικά, μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον άλλο ως «φασίστα» όταν, στα σχολεία της χώρας, μια περιφερειακή εξουσία επιβάλλει την ομιλία μιας γλώσσας διαφορετικής από εκείνη της χώρας; Οταν η ισπανική γλώσσα δεν διδάσκεται υποχρεωτικά παρά μόνο από την ηλικία των 6 ετών, για δύο ή τρεις ώρες την εβδομάδα, ως ξένη γλώσσα; Ποιος είναι αυτός που αποκλείει τον άλλο, ειλικρινά; Ενας φασίστας ενάντια σε έναν μισο-φασίστα; Οχι, έλεος, όχι αυτές οι λέξεις. Δεν είναι η ώρα. Υπάρχουν πράγματι λέξεις σοβαρές, ουσιαστικές, που δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται παρά μόνο δεόντως, ειδάλλως φθείρονται και, όταν ο πραγματικός κίνδυνος εμφανιστεί, τότε αυτές δεν θα έχουν δύναμη επειδή δεν θα θέλουν να πουν τίποτα πια.
Οπως με σκιάζει η λέξη «ταυτότητα» που ο καθένας συνεχίζει να αναμασά αυτή τη στιγμή και η οποία, στη Γαλλία, μου θυμίζει το υπουργείο Εθνικής Ταυτότητας (2007-2010), που μου φαινόταν πάντα φρικτά παλιομοδίτικο, εγώ που αισθάνομαι Ιταλός στην Ιταλία, Ελληνας στην Ελλάδα, Γάλλος στη Γαλλία και Ευρωπαίος παντού. Η οποία μου θυμίζει, επίσης, τη διατύπωση της κατηγορίας που απήγγειλε το δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης το 2005 κατά του νομπελίστα Ορχάν Παμούκ, επειδή έκανε λόγο για τον αριθμό των νεκρών Αρμενίων και Κούρδων στη χώρα του: «Προσβάλλει την τουρκική ταυτότητα». «Ταυτότητα», «ταυτοτικός» είναι το ίδιο; Δεν μου αρέσει αυτή η λέξη στον ενικό! Πριν από λίγο καιρό, είχα την ευκαιρία, στο ραδιόφωνο, να καλωσορίσω αυτόν τον σπουδαίο συγγραφέα πολλαπλών ταυτοτήτων, που γεννήθηκε στην Τεργέστη και μιλούσε όλες τις γλώσσες, τον Κλάουντιο Μάγκρις. Ο οποίος επισήμανε κάτι τόσο ορθό: «Η αβεβαιότητα της ταυτότητας οδηγεί συχνά στην αδιάλειπτή της θέση στο προσκήνιο, στον τονισμό της και στην επίδειξή της. Οι ταυτότητες μεταβάλλονται, γίνονται. Eάν απολιθωθούν σε κατάσταση άκαμπτης ακινησίας ή εάν θεωρηθούν ως αξία από μόνες τους, τότε παραποιούνται». Για να μιλάς όλη την ώρα για ταυτότητα, όπως ο Πουιτζντεμόν, μάλλον δεν την έχεις σίγουρη.
Οπως με σκιάζει ο τρόπος με τον οποίο οι Καταλανοί οικειοποιούνται την κληρονομιά του αγώνα ενάντια στον ολοκληρωτισμό. Και αυτό σκεφτόμουν όταν πάτησα το πόδι μου στο αεροδρόμιο του Σαντιάγο ντελ Μόντε. Σκεφτόμουν τους ανθρακωρύχους της Αστούριας, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που εξεγέρθηκαν εναντίον του δικτάτορα Φράνκο. Σκεφτόμουν τους περίφημους «dinamiteros», αυτούς τους υπέροχους μαχητές του λαού με εκρηκτικά, οι οποίοι απαθανατίστηκαν από τον φακό των Ρόμπερτ Κάπα, Chim (Ντέιβιντ Σέιμουρ) και Γκέρπα Τάρο το 1937. Προκειμένου να τους εξουδετερώσει, ο καουντίλιο Φράνκο είχε φέρει τη Λεγεώνα των Ξένων και τα αραβικά στρατεύματα από το Μαρόκο. Πριν από την κλήση σε βοήθεια, επειδή οι Αστούριοι εξακολουθούσαν να αντιστέκονται, εμπρηστικές βόμβες πυροδοτήθηκαν δοκιμαστικά στην Γκερνίκα.
Ο Κριστόφ Ονο-ντι-Μπιο γεννήθηκε στη Χάβρη το 1975. Διδάκτωρ στα Σύγχρονα Γράμματα, είναι συγγραφέας έξι μυθιστορημάτων, εκ των οποίων τα «Birmane» (Εκδόσεις Plon, 2007, Βραβείο Interallié) και «Plonger» (Εκδόσεις Gallimard, 2013, Μεγάλο Βραβείο μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας, Βραβείο Renaudot των μαθητών λυκείου). Το τελευταίο μυθιστόρημά του «Croire au merveilleux» (Εκδόσεις Gallimard, 2017) κυκλοφόρησε την περασμένη άνοιξη.