Μέχρι τα φοιτητικά μου χρόνια, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ένιωθα μια χλιαρή χαρά. Η μέρα δεν είχε μεν την απόλυτη ισχύ της παραμονής των Χριστουγέννων, όπου ολόκληρες και ολόφρεσκες οι δεκαπενθήμερες διακοπές ήταν μπροστά σου, αλλά δεν είχε και την απελπισία των Φώτων όπου είχες τις διακοπές πίσω σου. Η Πρωτοχρονιά ήταν μια ζυγισμένη γιορτή, τόση λύπη, όση ανακούφιση. Ξυπνούσα στο πρωί –δόξα τω Θεώ, έχουμε μέρες ακόμα. Οι επιμελείς διάβαζαν μέσα στις διακοπές Τζάρτζανο ή Μάζη, εγώ ζωγράφιζα –προσπαθούσα να βρω τις αναλογίες στον Ηνίοχο των Δελφών. Χειμωνιάτικο βορινό φως, συμμαθήτριες, ζωγραφική και μικρές δωροληψίες από τους συγγενείς συνέθεταν την ασταθή ευτυχία. Μέχρι να κάνω φορολογική δήλωση για πρώτη φορά. Ηταν μια νόστιμη πίσω από το γκισέ, «τον βλέπεις αυτό τον αριθμό, λέγεται ΑΦΜ και θα σε συνοδεύει μέχρι να φύγεις από το μάταιο τούτο κόσμο». Υπερβολές.
Πολλούς τους συνοδεύει και μετά την Αχερουσία. Ακόμα και 20 χρόνια μετά την αναχώρησή τους, έρχονται τα υπηρεσιακά σημειώματα. Εκτοτε – μετά ΑΦΜ –η παραμονή της Πρωτοχρονιάς είχε πάντα μια οικονομική «συμπύκνωση». Τέλη κυκλοφορίας, ασφάλεια, φορολογικές δόσεις, δόσεις αγορών και φυσικά οι απέραντοι λογαριασμοί για τον απένταρο. Εκκρεμότητες μόνιμες ή επινοημένες, που κάθε κυβέρνηση επέβαλλε και κάθε επόμενη αντικαθιστούσε. Η χλιαρή μαθητική χαρά σιγά σιγά μεταβαλλόταν σε καυτή αγωνία. Η μεταφυσική των ημερών αποκτούσε μια σκληρή υλική βάση. Ο καπιταλισμός ήταν φορέας της εκκοσμίκευσης, όχι ο «άθεος» κομμουνισμός.
Βέβαια με τα χρόνια κερδίζεις μια μετριοπάθεια. Εχεις φάει πολλά οικονομικά σοκ –πάντα παραμονές εορτών. Οπου την επομένη είναι κλειστή η υπηρεσία και μένεις με το απειλητικό μπιλιέτο στα χέρια να διανύσεις το καταραμένο τριήμερο. Οι παραμονές, είτε Πρωτοχρονιάς, είτε Ανάστασης, είτε Δεκαπενταύγουστου, έχουν σχεδόν εσώκλειστη την υπηρεσιακή ιδιότητα. Ενα λάθος υπαλλήλου, μια δική σου αβλεψία, μια γενική απροθυμία που αργεί την εξόφληση, μια αόρατη νομοθέτηση αυξάνει πάντα το ποσό, το κυριότερο όμως, σε μεταβάλλει σε οφειλέτη, σε τρεμάμενο υπόλογο του καφκικού συστήματος. Η μετάβαση από τη γιορτή στην ημερομηνία, η μεταστροφή από το πανηγύρι στον ημεροδείκτη, η απόξεση του μεταφορικού νοήματος και η μονοσήμαντη αιχμαλωσία στο ορόσημο δείχνουν τη διαστροφή: Ασε τον κόσμο να ξεδώσει λίγο, να φέρει μια βόλτα, να πιει λίγο παραπάνω. «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος». Προκειμένου όμως ο υπάλληλος να ξεφορτωθεί την εκκρεμότητα, σου στέλνει το σημείωμα. Φεύγει απ’ την υπηρεσία, μένει κολλημένο στο γραμματοκιβώτιο κάτω από τα διαφημιστικά των σουβλατζίδικων.
Ναι τα σπαρταριστά «Χριστούγεννα του τεμπέλη» αντιδικούν με τον «έρωτα στα χιόνια». Εναντι της λούφας του μαστρο-Παυλάκη, προτιμώ τον οινοβαρή, χτυπημένο από την πολυλογού μυλωνού, τον μπαρμπα-Γιαννιό, προτιμώ αυτή την πτώση, το μεθυσμένο ερωτικό ποτάμι έξω από το κλειστό παράθυρο, προτιμώ την χιόνα επί της χιόνος. «Χιών, σινδών», το μεγάλο αισθητικό πανηγύρι του Παπαδιαμάντη, χαμένο πια απ’ τη γλωσσική επικαιρότητα, κάθεται μόνο, πίνει «το ρώμι του» και δημιουργεί ήθη, στο βάθος των γιορτών.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, πρόεδρος Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής