Ηταν Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 1991, την παραμονή της σύγκλησης της Συνόδου Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (τότε) η οποία υιοθέτησε την περίφημη κοινή θέση για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την αναγνώριση των κρατικών οντοτήτων που θα προέκυπταν. Μαζί με τον αείμνηστο πρέσβη Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο (πολιτικός διευθυντής στο ΥΠΕΞ) είχαμε με τον τότε υπουργό Εξωτερικών Αντ. Σαμαρά συζήτηση για το επίμαχο θέμα της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας στη λογική προώθησης μιας σχετικά ευέλικτης στρατηγικής που δεν θα μας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Η (ειλικρινής όπως μου φάνηκε) εκτίμηση του Αντ. Σαμαρά ήταν τότε ότι με την ελληνική στρατηγική το θέμα της ονομασίας θα είχε λυθεί το αργότερο μέσα σε ένα χρόνο. Από τότε έχουν περάσει είκοσι έξι χρόνια. Και το θέμα βεβαίως δεν λύθηκε. Αντιθέτως αποτέλεσε τη μεγαλύτερη αποτυχία στην εξωτερική πολιτική της χώρας στη μεταπολεμική τουλάχιστον περίοδο.
Η ελληνική στρατηγική περιλήφθηκε στην κοινή θέση της Συνόδου περί αποφυγής «της χρήσης ονομασίας που θα συνεπάγεται εδαφικές διεκδικήσεις». Με βάση αυτή η Ελλάδα διαμόρφωσε τελικά μια εντελώς άκαμπτη θέση μέσα από διαδοχικά Συμβούλια Πολιτικών Αρχηγών πάνω στο θέμα (τρία μέσα στο 1992), σύμφωνα με την οποία η γειτονική χώρα δεν θα έπρεπε στην ονομασία της «να έχει τη λέξη Μακεδονία ή παράγωγο αυτής» έστω κι αν η γεωγραφική και η μεταπολεμική ιστορική πραγματικότητα έλεγε διαφορετικά πράγματα. Για την προώθηση αυτού του (ανέφικτου) στόχου της ονομασίας –γιατί υπήρχε και το καθ’ όλα ουσιαστικό ζήτημα των αλυτρωτικών βλέψεων –η Ελλάδα δαπάνησε άπειρη διπλωματική ενέργεια (δηλώσεις, αναρίθμητες επιστολές απ’ όλους –πρόεδρο Δημοκρατίας, πρωθυπουργούς, υπουργούς Εξωτερικών, αρχηγούς αντιπολίτευσης κ.ά.) χωρίς βέβαια αποτέλεσμα. Αντιθέτως έφθασε στα όρια της γελοιοποίησης καθώς η μία μετά την άλλη οι χώρες του διεθνούς συστήματος άρχιζαν να αναγνωρίζουν τη γειτονική χώρα με το όνομα «Μακεδονία», νέτο – σκέτο. Δεν καταλάβαιναν καθόλου την ελληνική θέση, πολύ περισσότερο όταν το Μάιο 1992 η Ελλάδα απέρριψε το περίφημο «πακέτο Πινέιρο» το οποίο προέβλεπε Συνθήκη Επιβεβαίωσης των Υπαρχόντων Συνόρων και σύνθετη ονομασία (Nova Macedonia, γραμμένη μάλιστα στο κυριλλικό αλφάβητο). Οπως εξήγησε αργότερα ο Κ. Μητσοτάκης, απέρριψε το σχέδιο αυτό γιατί εάν το αποδεχόταν «δεν θα είχε πλειοψηφία για να το περάσει από τη Βουλή». Το τι ακολούθησε είναι λίγο πολύ γνωστό. Φθάσαμε στην Ενδιάμεση Συμφωνία (1995) με το γραφικό Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας – ΠΓΔΜ/ FYROM και άλλα ευτράπελα (επιβολή κυρώσεων 1994, κ.λπ.).
Τελικά στο μέσον της δεκαετίας του 2000 με υπουργό Εξωτερικών την Ντ. Μπακογιάννη η Ελλάδα σοβαρεύτηκε αποδεχόμενη τη σύνθετη ονομασία αλλά εν τω μεταξύ η αδιαλλαξία είχε οξυνθεί στην άλλη πλευρά. Σήμερα που η άλλη πλευρά(ΠΔΓΜ) δείχνει σοβαρά σημάδια διαλλακτικότητας θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια επίτευξης λύσης με όση ευελιξία απαιτείται εκατέρωθεν (λύση που ούτως ή άλλως θα είναι στη λογική Πινέιρο –αυτή που απορρίψαμε πριν είκοσι πέντε χρόνια). Πρωτίστως από την κυβέρνηση, η οποία όμως οφείλει να έχει μια ενιαία θέση (και όχι δύο διαφορετικές και συγκρουόμενες –ο ακροδεξιός εθνολαϊκισμός δεν θα πρέπει να βρει άλλο επιχείρημα για επιβίωση). Μεταξύ άλλων, η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να δει τη γειτονική χώρα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς (ΕΕ, ΝΑΤΟ).
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών