Αν δούμε τη μικρή εικόνα, τη χώρα μας, το 2017 δεν τα πήγαμε και τόσο καλά: όχι επειδή κάτι άλλαξε· κυρίως, επειδή δεν άλλαξε τίποτα, εκτός του ότι οι περισσότεροι από μας φτωχύναμε ακόμα λιγάκι. Ηγεσίες και πολίτες αποστρεφόμαστε τις αλλαγές. Άρα, προχωρούμε κουτσά-στραβά· ενίοτε, υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάνουμε ένα βήμα μπροστά· ύστερα, ένα πίσω. Όμως, αν δούμε τη μεγάλη εικόνα, τον κόσμο, η κατάσταση εμπνέει, νομίζω, κάποια αισιοδοξία. Κι αυτό παρά την καταθλιπτική φιλολογία περί κρίσης που αναιρεί την ίδια την έννοια της κρίσης: όταν μιλάμε αδιαλείπτως για κρίση σημαίνει ότι δεν υπάρχει κρίση· ότι υπάρχει μια κατάσταση που, παρά τη διάρκεια και τις προφανείς αιτίες της, τη θεωρούμε απρόοπτο και άδικο γεγονός.
Η έμμονη ιδέα της ευρωπαϊκής κρίσης και παρακμής δηλητηριάζει, εκ του μη όντος, την Ευρώπη. Δεν λαμβάνει υπόψη την ανάπτυξη (2,1% το 2017 στις χώρες της ΕΕ), την καινοτομία, τον πολιτισμό, την προνομιακή ποιότητα ζωής του ανεπτυγμένου κόσμου. Και παρ’ όλ’ αυτά, η οικονομία ανακάμπτει σχεδόν παντού: η ανάπτυξη δεν έχει μόνο εισοδηματικό αντίκτυπο· συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή· η προσδοκία του υψηλότερου βιοτικού επιπέδου περιορίζει τις πιέσεις για ανακατανομή του πλούτου. Παραλλήλως, αν όπως θέλω να πιστεύω, αναγνωρίζουμε πολλά λάθη των τελευταίων δεκαετιών -γραφειοκρατία, πολυπολιτισμικότητα, αναχρονισμούς του εκπαιδευτικού συστήματος, σπατάλες του δημοσίου- δεν θα αργήσουμε, αν αντιδράσουμε ορθολογικά, να κινητοποιήσουμε επανορθωτικούς μηχανισμούς.
Ανάμεσα στα θετικά στοιχεία του 2017 είναι, νομίζω, ότι οι άνθρωποι στη Δύση άρχισαν να υποψιάζονται ότι το πρόβλημά μας δεν είναι η ισλαμοφοβία αλλά το Ισλάμ. Ακόμα κι αν η ήττα του ISIS δεν είναι οριστική -ίσως υπάρξουν περιπτώσεις τύπου Χίρου Ονόντα (υπενθυμίζω ότι ο Ιάπωνας αξιωματικός Χίρου Ονόντα πολεμούσε μοναχός του εναντίον των ΗΠΑ επί είκοσι εννέα χρόνια μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου: δεν είχε ενημερωθεί για την παράδοση της Ιαπωνίας)- το ηθικό των φονταμενταλιστών έχει καταρρεύσει: οι μουσουλμάνοι θέλουν την ησυχία τους και, ενστικτωδώς, γυρίζουν την πλάτη στους ηττημένους. Όσο για τον άνεμο αλλαγής στη Σαουδική Αραβία, δεν πρέπει ούτε να τον υπερτιμάμε, ούτε να τον υποτιμάμε: για να αλλάξει ο κώδικας στη Μέση Ανατολή απαιτούνται πολύ βαθύτερες μεταρρυθμίσεις από αυτές που προσπαθεί να επιβάλει ο Σαλμάν. Το ζήτημα για μας είναι να ξεχωρίσουμε τη μετανάστευση από το Ισλάμ: οι δυτικές χώρες μπορούν να δέχονται ξένους σύμφωνα με τους διεθνείς κανονισμούς και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους -εδαφική χωρητικότητα, θέσεις εργασίας- με την προϋπόθεση ότι οι εισερχόμενοι θα υπακούουν στο Σύνταγμα και τους νόμους. Το αν λατρεύουν τον Αλλάχ ή το Ιπτάμενο Μακαρονοτέρας είναι αδιάφορο· σημασία έχει να μην προβάλλουν απαιτήσεις χωριστής κοινωνίας, κοινοτισμού.
Οι αποσχιστικές τάσεις δεν είναι ισχυρότερες από άλλοτε. Οι λαϊκιστές που οδήγησαν τους Βρετανούς στο Brexit έχουν κάπως λουφάξει. Οι Brexiters δεν υπολόγισαν το κόστος της εξόδου και την αβεβαιότητα που θα προκαλούσε στην οικονομία· την επιβράδυνση της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Κι αν η ισπανική κυβέρνηση δεν συμπεριφερόταν με παροιμιώδη αγαρμποσύνη, ίσως αναχαίτιζε την αποσχιστική παρόρμηση στην Καταλονία –ακόμα καλύτερα θα ήταν αν είχε προβλέψει την έντασή της. Φυσικά, τα «αν δεν» και τα «αν» δεν έχουν αξία –αξία έχει να θυμηθούμε ότι παλιότερα οι αποσχιστικές τάσεις συνοδεύονταν από τρομοκρατία (χώρα των Βάσκων, Βόρεια Ιρλανδία), ενώ σήμερα εμφανίζουν θεσμικό χαρακτήρα.
Τέταρτο στοιχείο αισιοδοξίας είναι η προεδρία Τραμπ, η οποία αποτυγχάνει να ρημάξει τις ΗΠΑ: ο ρυθμός ανάπτυξης κυμαίνεται στο 2,1%, η ανεργία στο 4,2%. Κάθε εβδομάδα ο πρόεδρος προκαλεί καινούργιο καβγά, αλλά οι θεσμοί τον συγκρατούν –προς το παρόν. Υπάρχει κι ένα παράπλευρο κέρδος: με την ακροσφαλή του πολιτική, ο Ντόναλντ Τραμπ οξύνει χρόνια προβλήματα -τις, τρόπον τινά, «cold cases»- που σέρνονται επί δεκαετίες, με πιθανό αποτέλεσμα να ενεργοποιήσει διαδικασίες για την επίλυσή τους. (Δεν το πολυπιστεύω· το γράφω για παρηγοριά.)
Tα κακά νέα είναι ότι οι τεράστιες οικονομικές ανισότητες μεγαλώνουν τόσο σε επίπεδο χωρών, όσο και σε επίπεδο κοινωνικών τάξεων σε κάθε χώρα. Ο Τομά Πικετί, που επιμένει ότι αυτή η εξέλιξη οφείλεται στην ελεύθερη οικονομία, έχει δίκιο –εν μέρει. Αλλά οι ανισότητες δεν αυξάνονται όπως τις περιγράφουν οι ιδεολόγοι –«οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι, οι πλούσιοι πλουσιότεροι»: το σχήμα είναι διαφορετικό· οι πλούσιοι γίνονται πολύ πλουσιότεροι και οι φτωχοί λιγότερο φτωχοί. Αντιστοιχία και δικαιοσύνη δεν υπάρχει: το 1% των Αμερικανών, οι δισεκατομμυριούχοι, είναι σαφές σύμπτωμα πλουτοκρατίας. Ωστόσο, αν εξετάσουμε τα δεδομένα του 2017, με κάθε επιφύλαξη για τα απλά νούμερα, θα διαπιστώσουμε ότι η ακραία φτώχεια στις υπανάπτυκτες χώρες μειώθηκε ακόμα περισσότερο· η μείωση συνεχίζεται σταθερά επί τριάντα χρόνια. Και μολονότι η «ακραία φτώχεια» είναι πολύ ακραία φτώχεια -2 δολάρια την ημέρα- ένα ταπεινό 1,5% αφαιρείται ετησίως από τον πληθυσμό που την υπομένει.
Διαβάζοντας το έγγραφο της ΕΕ «για την τιθάσευση της παγκοσμιοποίησης» βλέπουμε ότι συμβαίνουν μικρά θαύματα. Αλλά, οι καλές ειδήσεις δεν εντυπωσιάζουν όπως οι καταστροφές: λιγοστοί από μας δίνουμε σημασία στην αύξηση των ευρωπαϊκών εξαγωγών, μολονότι έχει αντίκτυπο στη ζωή μας -κάθε δις ευρώ εξαγωγών στηρίζει 14.000 θέσεις εργασίας. Όχι: δεν ωφελούνται μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις· ωφελούνται όλες οι επιχειρήσεις.
Το ηθικό δίδαγμα κάθε χρόνου που φεύγει: δεν αποτυγχάνουν όλοι οι άνθρωποι και όλες οι χώρες με τον ίδιο τρόπο –πολλές χώρες, εκτός από τις ανεπτυγμένες, π.χ. το Μεξικό, η Μποτσουάνα, η Ινδονησία, τα πάνε καλούτσικα. Για τα βάσανά μας, ακόμα και για την ενίσχυση της πλουτοκρατίας, δεν φταίει κάποιο δαιμόνιο σύστημα, αλλά οι ηγεσίες μας, η κακοδιοίκηση –κι εμείς που τη διαιωνίζουμε. Δεν πρόκειται για κρίση· ονομάζουμε «κρίση» την κατάσταση των πραγμάτων όταν περιμένουμε να περάσει χωρίς να κάνουμε τίποτα.