Στον δρόμο (περιπάτου…) προς μία τέταρτη προεδρική θητεία, που θα τον φτάσει έως το 2024 αθροίζοντας ένα τέταρτο του αιώνα απόλυτης κυριαρχίας του στη Ρωσία, μπήκε και επισήμως χθες ο Βλαντίμιρ Πούτιν καταθέτοντας προσωπικά στην Κεντρική Εκλογική Επιτροπή τα απαραίτητα έγγραφα για την υποψηφιότητά του στις εκλογές της 18ης Μαρτίου 2018. Αυτή τη φορά, ο ρώσος πρόεδρος διεκδικεί την επανεκλογή του ως ανεξάρτητος –ένας τρόπος να δείξει πως είναι υπεράνω κομμάτων, ένας πραγματικός «πατέρας του έθνους». Απέναντί του θα έχει έναν αριθμό υποψηφίων που λειτουργούν λίγο-πολύ ως πολιτικές γλάστρες, διακοσμώντας με τη συμμετοχή τους εκείνη την πρόσφατη διαβεβαίωση του Πούτιν ότι επιθυμεί ένα «ανταγωνιστικό πολιτικό σύστημα». Στην πραγματικότητα, ο σοβαρότερος αντίπαλός του θα είναι η αποχή: έπειτα από την απόφαση της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής να απαγορεύσει την υποψηφιότητά του, επικαλούμενη μία καταδίκη για κατάχρηση δημόσιων κονδυλίων που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει ήδη κρίνει ως πολιτικά υποκινούμενη, ο Αλεξέι Ναβάλνι δρομολογεί για τον Ιανουάριο μπαράζ διαδηλώσεων σε όλη τη Ρωσία με σύνθημα το μποϊκοτάζ των εκλογών.

«Αρνούμαστε να αποκαλέσουμε τον επαναδιορισμό του Πούτιν εκλογές», δήλωσε χθες μέσω του ιστοτόπου του το πλέον προβεβλημένο πρόσωπο της ρωσικής αντιπολίτευσης, που έχει αποδείξει στο παρελθόν την ικανότητά του να εμπνέει μεγάλες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. «Δεν πρόκειται να πάμε να ψηφίσουμε και θα πείσουμε τους πάντες γύρω μας να μην ψηφίσουν. Θα δώσουμε τη μάχη υπέρ της αποχής με όλη μας τη δύναμη», πρόσθεσε, προαναγγέλλοντας διαδηλώσεις σε 85 πόλεις της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένης της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης, για τις 28 Ιανουαρίου.

Η ρωσική νομοθεσία βέβαια ορίζει πως ο χρόνος και ο τόπος οποιασδήποτε διαδήλωσης πρέπει να συμφωνούνται με τις Αρχές. Και οι τελευταίες έχουν αρνηθεί πολλές φορές να δώσουν τη συγκατάθεσή τους επικαλούμενες λόγους ασφαλείας ή άλλες «αντίπαλες» εκδηλώσεις. Κάθε φορά που η αντιπολίτευση προχωρούσε παρ’ όλα αυτά στα σχέδιά της, οι διαδηλώσεις κατέληγαν να διαλυθούν βίαια συνοδεία συλλήψεων. Το σενάριο είναι πολύ πιθανό να επαναληφθεί. Περισσότερο ωστόσο μοιάζει να ανησυχεί τις Αρχές το ενδεχόμενο να μην επιτευχθεί ο στόχος που φέρεται να έχει θέσει το Κρεμλίνο για συμμετοχή της τάξεως του 70% στις προεδρικές εκλογές. Μόλις το 58% των ερωτηθέντων δήλωσε σε πρόσφατη δημοσκόπηση ότι σκοπεύει να ψηφίσει. Ενα ποσοστό που απειλεί να επισκιάσει το 75% που έδωσε άλλη δημοσκόπηση, όσον αφορά την πρόθεση ψήφου στον Βλαντίμιρ Πούτιν.

Μεταξύ των υπόλοιπων επίσημων ή και εν δυνάμει, μιας και η διαδικασία της κατάθεσης υποψηφιοτήτων δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, υποψηφίων στις ρωσικές προεδρικές εκλογές, ο διεθνής Τύπος ξεχωρίζει τον «βετεράνο» Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι, τον 71χρονο εθνικιστή που κατεβαίνει υποψήφιος σε προεδρικές εκλογές για έκτη φορά· το «νέο πρόσωπο του Κομμουνιστικού Κόμματος» Πάβελ Γκρουντίνιν, έναν 57χρονο μηχανικό που παίρνει τη σκυτάλη από τον τετράκις υποψήφιο πρόεδρο Γκενάντι Ζιουγκάνοφ∙ ή την 36χρονη παρουσιάστρια της τηλεόρασης Ξένια Σόμπτσακ, θυγατέρα του Ανατόλι Σόμπτσακ, πρώτου εκλεγμένου δημάρχου της Αγίας Πετρούπολης και μέντορα του Βλαντίμιρ Πούτιν –παλαιότερα ήταν περισσότερο γνωστή ως «Πάρις Χίλτον της Ρωσίας», τώρα, ιδίως μετά την απαγόρευση συμμετοχής του Ναβάλνι, πλασάρεται ως «το πρόσωπο των φιλελευθέρων».

Αναζητώντας περισσότερο ανορθόδοξους υποψηφίους, φτάνει κανείς στον Σεργκέι Πολόνσκι, έναν μεγιστάνα της αγοράς ακινήτων καταδικασμένο παλαιότερα σε πέντε χρόνια φυλάκιση για απάτη (η ποινή τελικά παραγράφηκε), που φιλοδοξεί να γίνει ο Ντόναλντ Τραμπ της Ρωσίας. Ή και την Ελένα Μπέρκοβα, μία πρώην πορνοστάρ που συμπεριλαμβάνει στο πρόγραμμά της έναν φόρο για τους φτωχούς και την ποινή του θανάτου σε περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης… Λιγότερο ή περισσότερο σοβαροί, μικρή σημασία έχει: είναι όλοι τους αμελητέοι.

Ισως έχει περισσότερα να φοβάται από όσα δείχνει

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, σχολιάζει η «Washington Post» στο κύριο άρθρο της, απολαύει μιας δημοτικότητας που δυτικοί ηγέτες, του Ντόναλντ Τραμπ συμπεριλαμβανομένου, μπορούν μόνο να ονειρεύονται – 85% και άνω μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, το 2014. Παραμένει ωστόσο απρόθυμος να θέσει τα ποσοστά αυτά σε μία πραγματική δοκιμασία, απέναντι σε έναν πραγματικό ανταγωνισμό. Η κεντρική εκλογική επιτροπή απαγόρευσε στον πλέον δημοφιλή αντίπαλό του, τον Αλεξέι Ναβάλνι, να συμμετάσχει στις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Μαρτίου. Και εντούτοις, είναι κοινή πεποίθηση στη Ρωσία ότι ο Πούτιν θα μπορούσε να νικήσει εύκολα τον Ναβάλνι, ενισχύοντας τόσο την εγχώρια όσο και τη διεθνή αξιοπιστία του. Γιατί λοιπόν προτιμά ένα εκλογικό «χωριό Ποτέμκιν»;

Κάποιοι αναλυτές επιχειρηματολογούν πως το αυταρχικό καθεστώς που έχει οικοδομήσει επιβάλλει μία συντριπτική επίδειξη δύναμης, και όχι μία αξιόπιστη δημοκρατική νίκη. Το μήνυμα πρέπει να είναι πως δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε μία περίοδο που το καθεστώς αποδεικνύεται ανήμπορο να εξασφαλίσει τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου που προσέφερε άλλοτε στους Ρώσους σε αντάλλαγμα για την παθητικότητά τους. Επειτα από δύο χρόνια ύφεσης, λόγω κυρίως της πτώσης των τιμών του πετρελαίου και των δυτικών κυρώσεων, η οικονομία αναπτύσσεται φέτος με ρυθμό μικρότερο του 2%.

Ο Πούτιν επιζητεί πλέον τη λαϊκή εύνοια μέσω του εθνικιστικού τυχοδιωκτισμού: οι εκλογές έχουν προγραμματιστεί να συμπέσουν με την επέτειο της προσάρτησης της Κριμαίας. Και αυτή η μέθοδος, ωστόσο, ενδεχομένως να οδηγείται σε αδιέξοδο∙ οι προσπάθειες του ρώσου προέδρου να μεσολαβήσει ώστε να διευθετηθούν με ευνοϊκό για αυτόν τρόπο οι επεμβάσεις στην Ανατολική Ουκρανία και τη Συρία παραπαίουν. Με λίγα λόγια, ίσως ο Πούτιν να έχει περισσότερους λόγους να φοβάται τον Ναβάλνι από ό,τι αφήνουν να εννοηθεί οι αριθμοί.

Ακόμα και την ώρα που θέτει εκτός νόμου τον πολιτικό ανταγωνισμό στη Ρωσία, ο Πούτιν συνεχίζει να επιβλέπει προσπάθειες υπονόμευσης και επηρεασμού εκλογών στη Δύση, επισημαίνει η αμερικανική εφημερίδα. Για εκείνον, οι δημοκρατικές μάχες είναι μία αδυναμία, που πρέπει να αποφεύγεται εντός και να αξιοποιείται εκτός των τειχών. Υπό αυτή την έννοια, οι δυτικές κυβερνήσεις και οι δημοκράτες της Ρωσίας έχουν έναν κοινό λόγο να αντιταχθούν στον Βλαντίμιρ Πούτιν. Εκείνο που δεν έχουν, και οι μεν και οι δε, είναι μία αποτελεσματική στρατηγική.