Σε σύγχρονες Βαβέλ έχουν μετατραπεί οι προσφυγικοί καταυλισμοί στη χώρα μας καθώς σε αυτούς συνυπάρχουν –όχι πάντα αρμονικά –δεκάδες εθνικότητες και ακούγονται περισσότερες από 100 γλώσσες και διάλεκτοι. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την έλλειψη διερμηνέων έχει ως αποτέλεσμα η επικοινωνία μεταξύ προσφύγων – μεταναστών και εργαζομένων στα κέντρα κράτησης να γίνεται σε πολλές περιπτώσεις μόνο με νοήματα. Ανύπαρκτες υποδομές, άσχημες καιρικές συνθήκες αλλά και σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ ομάδων που πυροδοτούνται είτε από την εκρηκτική καθημερινότητα στα ασφυκτικά γεμάτα κέντρα κράτησης είτε από τις διαφορές μεταξύ των εθνικοτήτων είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα πρόσφυγες και μετανάστες. Στη μακρά αυτή λίστα της ντροπής προστίθεται και η έλλειψη συνεννόησης και σωστής επικοινωνίας.
Αραβικά, φαρσί, κουρδικά, μπενγκάλι, νταρί, ουρντού, παντζάμπι είναι μερικές μόνο από τις γλώσσες που θα ακούσει κανείς περπατώντας στους χώρους των Κέντρων Υποδοχής και Κράτησης. Είναι ενδεικτικό πως σχεδόν 14.000 πρόσφυγες και μετανάστες ζουν αυτή τη στιγμή στα νησιά του Αιγαίου, εξ αυτών οι 7.361 στη Λέσβο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μέσα σε ένα μήνα, από τις 27 Νοεμβρίου έως τις 27 Δεκεμβρίου του 2017, έφτασαν στα νησιά του Αιγαίου –παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες –2.323 πρόσφυγες και μετανάστες. Πάντως, το πώς θα κινηθούν οι προσφυγικές ροές φάνηκε από τις πρώτες κιόλας ώρες του νέου χρόνου, αφού ήδη Λέσβος και Σάμος υποδέχθηκαν περισσότερους από 170 πρόσφυγες και μετανάστες.
Οπως καταγγέλλουν στα «ΝΕΑ» εργαζόμενοι στους καταυλισμούς, ιδίως στις δομές φιλοξενίας της ενδοχώρας υπάρχει μεγάλο έλλειμμα σε διερμηνείς. Δίνουν, μάλιστα, το παράδειγμα του κέντρου των Διαβατών, στο οποίο, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μία δομή που λειτουργεί υποδειγματικά, μόλις 2 – 3 φορές την εβδομάδα και για περίπου τρεις ώρες φτάνουν διερμηνείς στο κέντρο. «Κι αυτοί πρώτα βοηθούν τους εκπροσώπους της Υπατης Αρμοστείας στις συνομιλίες τους με τους πρόσφυγες, κι αν υπάρξει χρόνος θα διευκολύνουν τη συνεννόηση μεταξύ εργαζομένων του κέντρου και μεταναστών. Κι αυτό είναι τεράστιο πρόβλημα, καθώς χωρίς διερμηνεία δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Καθημερινά η επικοινωνία γίνεται με νοήματα ή με τη γλώσσα του σώματος, που σημειωτέον δεν είναι ίδια σε κάθε λαό», σημειώνουν.
Κάποιοι από τους πρόσφυγες –μετανάστες επιστρατεύουν όσες αγγλικές λέξεις γνωρίζουν ή έμαθαν προκειμένου να μπορέσουν να επικοινωνήσουν για βασικά πράγματα της καθημερινότητάς τους. «Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η επικοινωνία είναι στοιχειώδης, σε επίπεδο…σπηλαίων. Ακόμη και με τη χρήση των όποιων αγγλικών γνωρίζει ο πρόσφυγας, δημιουργείται σημαντικό θέμα εγκυρότητας, ιδίως όταν πρόκειται για μία σειρά νομικές διαδικασίες, οι οποίες θα πρέπει να γίνουν και που δεν μπορούν να προχωρήσουν με τις σκόρπιες αγγλικές λέξεις. Το έλλειμμα διαπολιτισμικής διερμηνείας είναι σκανδαλώδες», προσθέτουν.
Με 350 διερμηνείς η ΜΕΤΑδραση
Με συνολικά 350 διερμηνείς, η ΜΕΤΑδραση, που ιδρύθηκε το2010, παρέχει διερμηνείαστα σημεία εισόδου – εξόδου τόσο στα νησιά όσο και τη Βόρεια Ελλάδα, στις αρμόδιες Αρχές Ασύλουεντός κιεκτός Αττικής, στα κέντραυποδοχής και ταυτοποίησηςτων νησιών καισε καταυλισμούς τηςενδοχώρας,μεχρηματοδότηση κυρίως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.Από την έναρξη της λειτουργίας της έως σήμερα η οργάνωση έχει καλύψει συνολικά 58 γλώσσες, σταθερά όμως η βάση της αφορά 38 γλώσσες και διαλέκτους. Η γλώσσα που μιλιέται κυρίως στα κέντρα είναι τα αραβικά. Αλλωστε, όπως εξηγούν άνθρωποι της οργάνωσης, συνολικά 24 χώρες έχουν επίσημη γλώσσα ή μία από τις επίσημες τα αραβικά.
«Ο ρόλος του διερμηνέα είναι πολύ σημαντικός, θα πρέπει να είναι ουδέτερος και να ακολουθεί συγκεκριμένο πρωτόκολλο. Γι’ αυτό και δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στην εκπαίδευση των διερμηνέων», τονίζει η πρόεδρος της οργάνωσης Λώρα Παππά.
Σύμφωνα με την υπεύθυνη προγραμμάτων για τη διερμηνεία Μαρία Νακασιάν,«η ομάδα διερμηνέωντης ΜΕΤΑδρασηςκαλύπτει τις ανάγκες διερμηνείαςστο κέντρο του Ελαιώνααπό την αρχή της λειτουργίας του,ενώ στα νησιά η παρουσίατηςμετρά ήδη έξι χρόνια».
Οταν οι πρόσφυγες και μετανάστεςέχουν την δυνατότητα να επικοινωνήσουν μέσω διερμηνείας ανοίγονται και αρχίζουν να αφηγούνται τις ιστορίες τους, πώς κατάφεραν να φύγουν από τις χώρες τους αλλά και για τις συνθήκες στις οποίες αναγκάζονται να ζουν στην Ελλάδα.
«Μια ιστορία που δεν θα ξεχάσω»
Η καταγωγή του ήταν από τη Μαντάγια Συρίας, το πάλαι ποτέ τουριστικό θέρετρο, μόλις 40 χιλιόμετρα από τη Δαμασκό. Ο νεαρός άνδρας κατάφερε να φύγει από την πατρίδα του και να διεκδικήσει μία καλύτερη ζωή από αυτή που ζούσε στην πολιορκούμενη πόλη του. Εφτασε στη Λέσβο, όπου επί ενάμιση χρόνο ήταν εγκλωβισμένος στο κέντρο κράτησης. Οι φωνές στο κεφάλι του όλο και δυνάμωναν, τα ψυχιατρικά προβλήματα του νεαρού Σύρου όλο και γιγαντώνονταν. Η παραπομπή του στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα ήταν επιβεβλημένη και ήταν δουλειά του Ιχάμπ, του υπεύθυνου της ομάδας διαπολιτισμικής διαμεσολάβησης της οργάνωσης στη Λέσβο, να μεταφέρει τη σοκαριστική ιστορία στους γιατρούς. «Ο άνδρας αυτός κατάφερε να επιζήσει σε μια πόλη όπου παιδιά και ενήλικοι πέθαιναν από ασιτία. Μου είπε πως έτρωγαν αρουραίους και έντομα για να επιζήσουν, έπιναν νερό από λύματα, κατάσταση δυστυχώς καθημερινή για πολλούς μήνες», λέει στα «ΝΕΑ» ο Παλαιστίνιος Ιχάμπ, ο οποίος τα τελευταία δυόμισι χρόνια βρίσκεται στο νησί της Λέσβου και εργάζεται ως διερμηνέας για τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα. Οπως εξηγεί, η ανάγκη των μεταναστών και προσφύγων να επικοινωνήσουν και να μιλήσουν για θέματα της καθημερινότητάς τους είναι πρωταρχική. Η ομάδα διαπολιτισμικής διαμεσολάβησης της οργάνωσης της οποίας προΐσταται ο Ιχάμπ καλύπτει περίπου 10 γλώσσες, με σημαντικότερες τα αραβικά, τα παστούν και αφρικανικές διαλέκτους. «Είμαστε κατά κάποιο τρόπο οι μεσάζοντες ανάμεσα στους γιατρούς και τους ωφελούμενους μετανάστες, οι οποίοι χρειάζονται ιατρική και ψυχιατρική βοήθεια».

ΣΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ

Δεν μπορούν να συνεννοηθούν με τους γιατρούς

Πρόβλημα επικοινωνίας παρατηρούν τα μέλη των οργανώσεων ακόμη κι όταν πρόσφυγες και μετανάστες χρειάζεται να παραπεμφθούν ή να νοσηλευτούν σε κάποιο δημόσιο νοσοκομείο της χώρας.Οπως σημειώνει η Βαλεντίνη Σαΐντ, υπεύθυνη της ομάδας διαπολιτισμικής διαμεσολάβησης στην κλινική των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, στο κέντρο της Αθήνας είναι πολύ συχνό το φαινόμενο άνθρωποι που έχουν κάνει όλο αυτό το δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι να μην έχουν τρόπο να συνεννοηθούν όταν πάνε σε κάποια δημόσια υπηρεσία ή νοσοκομείο. «Ερχονται πρόσφυγες και μετανάστες στην κλινική της οργάνωσης και σε όσους πρέπει να παραπεμφθούν σε νοσοκομείο παρέχουμε πάντα διαμεσολάβηση, ώστε γιατροί και ασθενείς να μπορέσουν να συνεννοηθούν» σημειώνει. Η κλινική των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στα Εξάρχεια ξεκίνησε να λειτουργεί το 2016 και έως σήμερα έχει παρακολουθήσει 2.000 ασθενείς, ενώ κάθε μήνα ο αριθμός τους αυξάνεται κατά 200. Οι παραπομπές στα δημόσια νοσοκομεία από την κλινική φτάνουν τις 100 τον μήνα. «Σε αυτές μας τις επισκέψεις μαζί με τους ασθενείς που έρχονται στην κλινική, γινόμαστε πάρα πολύ συχνά μάρτυρες της ταλαιπωρίας που ζουν πρόσφυγες και μετανάστες εξαιτίας του κενού επικοινωνίας και της έλλειψης διερμηνείας. Πολλοί είναι απελπισμένοι γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν ποια φαρμακευτική αγωγή πρέπει να ακολουθήσουν ή ποια διατροφή πρέπει να κάνουν, ποιο είναι το πρόβλημα υγείας τους. Μόλις πριν από μερικές ημέρες, σε μια έγκυο πρόσφυγα, αφού γέννησε με καισαρική, οι γιατροί αναγκάστηκαν να κάνουν μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση, μετά την οποία η γυναίκα δεν θα μπορούσε να ξανακάνει παιδιά. Η συνεννόηση μαζί της ήταν αδύνατη, μιας και έπρεπε να ενημερωθεί η ίδια και να δώσει τη συγκατάθεσή της. Εάν δεν ενημερωνόταν διερμηνέας της οργάνωσης, αυτό θα ήταν αδύνατο. Αυτός είναι και ο λόγος που όταν παραπέμπουμε κάποιο περιστατικό σε νοσοκομείο, δίνουμε πάντα τηλέφωνο επικοινωνίας του διερμηνέα» καταλήγει η Βαλεντίνη Σαΐντ.