Δεν ήταν τυφλή η Μόλλυ Σουήνη –τυφλοί ήταν οι άλλοι…

Εμπνευσμένο από το δοκίμιο του νευρολόγου Ολιβερ Σακς «Να βλέπεις και να μην βλέπεις» (Οliver Sacks, «To See and Not See»), καθώς και από ένα αληθινό περιστατικό, είναι το έργο «Μόλλυ Σουήνη» του Μπράιαν Φρίελ. Ξεδιπλώνει την ιστορία της τυφλής από δέκα μηνών ηρωίδας του τίτλου, που σε ηλικία 41 χρόνων πείθεται να χειρουργηθεί για να βρει το φως της. Μέσα από τρεις παράλληλους μονολόγους, της Μόλλυ, του άντρα της Φρανκ και του οφθαλμίατρου, του κυρίου Ράις, παρακολουθούμε την πορεία της πριν και μετά την επέμβαση. Ετσι φωτίζονται όλες οι πτυχές των γεγονότων μέσα από τη λεγόμενη «υποκειμενική αφήγηση».

Η Μόλλυ, μια ανεξάρτητη γυναίκα, μοιάζει να ζει ευτυχισμένη μέσα στο σκοτάδι της –με φίλους, δουλειά κι έναν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Ο Φρανκ, ένας άντρας χωρίς ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση, είναι πεπεισμένος ότι εκείνη θα ολοκληρωθεί μόνον όταν πάψει να είναι τυφλή. Οσο για τον κύριο Ράις, είναι ο χειρουργός που ελπίζει να ξαναβρεί τη χαμένη ιατρική του φήμη μέσα από την (επιτυχή) επέμβαση της Μόλλυ. Αυτοί οι δύο άνδρες θα την οδηγήσουν τελικά, με χειρουργική ακρίβεια, στην καταστροφή και την τρέλα.

Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1994 στο Δουβλίνο, σε σκηνοθεσία του συγγραφέα και δύο χρόνια μετά μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη, για να επιστρέψει στο Λονδίνο με περγαμηνές και βραβεία. Στην Ελλάδα ήταν ο Αντώνης Αντύπας με το Απλό Θέατρο που σύστησε το έργο στο αθηναϊκό κοινό (1996-1997 και 1997-1998 με τους Μάνια Παπαδημητρίου, Στέλιο Καλογερόπουλο, Νίκο Αρβανίτη). Ο Μπράιαν Φρίελ (Brian Patrick Friel, 1929-2015) ανήκει στους κορυφαίους και διεθνείς σύγχρονους ιρλανδούς δραματουργούς.

Με όχημα τους τρεις παράλληλους μονολόγους, ο συγγραφέας δίνει στους ήρωες τη δυνατότητα να εκφράσουν τη δική τους οπτική για τα γεγονότα και παράλληλα τους επιτρέπει να βουτήξουν βαθιά μέσα στην ψυχή τους. Να μιλήσουν με ειλικρίνεια, ωμά μερικές φορές αλλά και με δόσεις χιούμορ, σαν να διαβάζουν δυνατά σελίδες από τα προσωπικά τους ημερολόγια. Κι έτσι βήμα βήμα να οδηγήσουν την ιστορία στη λύση, στο τέλος της. Γιατί όπως αποδεικνύεται, η Μόλλυ Σουήνη δεν ήξερε να ζει έξω από την τυφλότητά της και όταν χρειάστηκε να (ξανα)γνωρίσει τον κόσμο δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει και βυθίστηκε στα σκοτάδια της ψυχής της. Η ιστορία της είναι δραματική, αλλά η εξέλιξή της αποκαλύπτεται σταδιακά.

Ο καμβάς του έργου είναι απλός και έτσι απλά τον διαχειρίστηκε και η ομάδα ΠΥΡ, βρίσκοντας σ’ αυτή την απλότητα ουσιαστικά το κλειδί της παράστασης. Πάνω στο κείμενο που μετέφρασε ο Αργύρης Ξάφης, ειλικρινές και σχεδόν βιωμένο, η Ιώ Βουλγαράκη δούλεψε τους παράλληλους μονολόγους με μια εσωτερική συνοχή. Η σκηνή στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, σχεδόν άδεια, φιλοξενεί τρία λιτά σκαμπό και δέκα χρωματιστά πανιά κρεμασμένα, σαν κουρτίνες, συνθέτουν ένα γεωμετρικό σύμπαν. Ενα μουσικό όργανο κι ένα μπουκάλι ουίσκι αποτελούν τα μοναδικά σκηνικά στοιχεία. Χωρίς περιττές κινήσεις, η παράσταση ακολουθεί τον χαρακτήρα κάθε ήρωα και μαζί την ερμηνευτική του προσέγγιση. Η Δέσποινα Κούρτη γίνεται η Μόλλυ –της χαράς, της αγωνίας, της απελπισίας, της τρέλας, απλά, αληθινά. Ο Αργύρης Ξάφης, ηθοποιός σπάνιου υποκριτικού μεγέθους, δίνει στον Φρανκ όλη την έκταση αυτού του ανθρώπου που κατέστρεψε και καταστράφηκε από αγάπη. Τέλος, ο Δημήτρης Γεωργιάδης υποδύεται τον γιατρό Ράις με μια γοητευτική φυσικότητα. Τρία στα τρία…