Αυτό ήταν, τέλειωσε. Ενας χρόνος που μου φάνηκε ότι πέρασε βιαστικά και αγχωμένα αλλά όχι ακριβώς γρήγορα. Λες και τα γεγονότα των τελευταίων δώδεκα μηνών στοιβάχτηκαν μέσα σε στενές μέρες και μας πήγαν καρότσι μέχρι την πίσω πόρτα της χρονιάς που μόλις πέρασε. Που διχασμένους μάς βρήκε και διχασμένους μάς άφησε. Το πρότζεκτ των τελευταίων ετών έγινε πια καθεστώς, η επικύρωση τού «διαίρει και βασίλευε». Στα σημαντικά και στα ασήμαντα, αφού η ιδεολογικοποίηση της καθημερινότητας μας έβαλε να αντιπαραθέσουμε τις αποψάρες μας με πάθος ιερού πολεμιστή είτε πρόκειται για το μέλλον μας είτε για την ταινία του Λάθιμου είτε για την ονειροφαντασία της Μποφίλιου.
Ο χρόνος που πέρασε όμως έφερε και κάτι ακόμη. Την καθιέρωση ως κανονικότητα του επικοινωνιακού θράσους. Οι παλινδρομήσεις της κυβέρνησης, η ασυνέπεια λόγων και πράξεων, το πλασάρισμα του ψέματος ως μισή αλήθεια και του τσιρότου ως θεραπεία πολυτραυματία, η έκπτωση βασικών αξιών χάριν της παραμονής στην εξουσία, η διαχείριση της εκδίκησης αντί της διακυβέρνησης, ακόμη και τα λιγότερο ουσιαστικά όπως τα αλλεπάλληλα λάθη του Πρωθυπουργού στον γραπτό και προφορικό λόγο, τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά, τα οποία επιμένει να μιλά με οξφορδιανό στόμφο, ή τα διαδικτυακά «γαλλικά» του Πολάκη έχουν περάσει πλέον στη σφαίρα του αναμενόμενου.
Εκεί ακριβώς κρύβεται ο κίνδυνος αλλά και το στοίχημα του μέλλοντος το οποίο αυτές τις ώρες κοιτάμε κατάματα. Να μη συμφιλιωθούμε με την παρακμή όπως το είπε ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος. Η έκπτωση να ενεργοποιεί τις αντιστάσεις μας όχι απλώς το χιούμορ μας. Και να αναπτύξουμε αντανακλαστικά στην περιρρέουσα ηθική μιζέρια ώστε να περισώσουμε και την προσωπική μας τιμή και τις γενικές αξίες.